Το μακάβριο γαϊτανάκι που σέρνεται το 2015 στο παγκόσμιο μπάσκετ αυτή
τη φορά έκανε στάση στο Βελιγράδι για να πάρει μαζί του έναν από τους
επιφανέστερους προπονητές που γνώρισε η Ευρώπη: ή μάλλον-για να είμαι
ακριβέστερος- έναν από τους επιφανέστερους και πιο σκληρούς προπονητές
που εμφανίστηκαν ποτέ και εκτός από να κατακτούν τίτλους είχε επίσης την
ικανότητα να κάνει τους παίκτες τους να αναστενάζουν και να τρέμουν από
το φόβο τους!
Αυτή την πτυχή του χαρακτήρα του μου την αποκάλυψε πριν από λίγη ώρα
ένας από τους καλύτερους και πιο πιστούς μαθητές του: ο Ντράγκαν Σάκοτα,
ο οποίος στάθηκε τυχερός μέσα στην ατυχία του, διότι λόγω προβλημάτων
υγείας, αναγκάστηκε να σταματήσει νωρίς το μπάσκετ και δεν βασανίστηκε
τόσο πολύ από τον συχωρεμένο!
“Ηταν μακράν ο σκληρότερος άνθρωπος που γνώρισα ποτέ μου στο μπάσκετ” μου εξομολογήθηκε επί λέξει ο προπονητής της ΑΕΚ. “Δεδομένου μάλιστα ότι εκείνη την εποχή η Γιουγκοσλαβία είχε το δικό της κομμουνιστικό καθεστώς, έστω κι αν διέφερε σε σχέση με το σοβιετικό μοντέλο, ο προπονητής είχε την απόλυτη εξουσία. Ο Ράνκο δεν ήταν απλώς ένα αφεντικό πού είχε την εν λευκώ εξουσία, αλλά σκέτος τύραννος. Θυμάμαι ότι με το που έμπαινε στο γήπεδο, τρέμαμε όλοι και όταν μας έβαζε τις φωνές πάγωνε το βλέμμα μας”!
Οντας θιασώτης της σκληρής δουλειάς, της αυστηρότητας και της πειθαρχίας ο Ζεςράβιτσα δημιούργησε τη δική του σχολή στο γιουγκοσλαβικό μπάσκετ: μια σχολή που βρέθηκε απέναντι σε αυτή την του “προφέσορα” Ατσα Νίκολιτς και είχε ως βασικότερους μαθητές της τον Σάκοτα, τον Μάλκοβιτς, τον Τζούροβιτς και τον Πέσιτς.
Στο απέναντι μέτωπο στρατολογήθηκαν άλλοι προπονητές, με κορυφαίο εκπρόσωπο τους τον Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς, ενώ ο Ντούσαν Ιβκοβιτς ο οποίος διετέλεσε ασίσταντ του Ζεράβιτσα στο Ολυμπιακό Τουρνουά της Μόσχας (χρυσό μετάλλιο) βάραγε το δικό του βιολί, βαδίζοντας στα χνάρια του δικού του γκουρού, του αδερφού του Σλομπονταν (Πίβα) Ιβκοβιτς.
“Δεν συμφωνώ με τη λογική του “η άσπρο ή μαύρο”. Οσοι μαθήτευσαν δίπλα στον Ατσα και στον Ράνκο και μπόρεσαν να συνδυάσουν στοιχεία και των δυο σχολών, ασφαλώς είναι τυχεροί και θα έλεγα ότι έχουν άρτια γνώση” επισημαίνει ο “Σάλε”, ο οποίος αναγνώριζε εδώ και χρόνια την επιρροή που άσκησε πάνω του ο Ζεράβιτσα και μάλιστα -παραδέχεται ότι του χάρισε και το ζην και το ευ ζην.
Οταν ο Σάκοτα αναγκάστηκε να σταματήσει το μπάσκετ και έκανε τα πρώτα προπονητικά βήματα του, άρχισε να μαζεύει παιδιά από τις διάφορες γειτονιές του Βελιγραδίου και δημιούργησε μια δική του ανεπίσημη ομάδα. Μια μέρα ο Ζεράβιτσα πέρασε από το γήπεδο, όπου έκαναν προπόνηση, εντυπωσιάστηκε από τη μεθοδικότητα του Σάκοτα και του πρότεινε να “μεταφέρει” την ομάδα του στις ακαδημίες της Παρτίζαν, όπερ και εγένετο; το αποτέλεσμα; Η ομάδα εξελίχθηκε σε θυγατρική της Παρτίζαν και μετεξελίχθηκε στην ΙΜΤ (απότοκο της οποίας αποτελεί η τωρινή Μέγκα Βιζούρα), την οποία το 1987και κόντρα σε κάθε πρόβλεψη, ο Σάκοτα οδήγησε στην κατάκτηση του Κυπέλλου Γιουγκοσλαβίας.
Τόσο πολύ εκτίμησε ο Ζερβάτσα τη δουλειά του Σάκοτα που μεσολάβησε ο ίδιος ώστε να αναλάβει την ομάδα ως χορηγός η εταιρεία (μηχανημάτων και τρακτέρ) ΙΜΤ διευθυντής της οποίας ήταν ο τότε πρόεδρος της Παρτίζαν.
Ο Ζεράβιτσα ανήκει στη μικρή, αλλά περίοπτη λίστα των ανθρώπων, οι οποίοι θεωρούνται ως οι “πατριάρχες” και οι μεγάλοι μέντορες του γιουγκοσλαβικού μπάσκετ: αυτός, οι επίσης συχωρεμένοι Ατσα Νίκολιτς, Νεμπόισα Πόποβιτς, Ράντομιρ Σάπερ, ο τέως γενικός γραμματέας της FIBA Μπόρισλαβ Στάνκοβιτς που βρίσκεται εν ζωή, όπως επίσης (ως αντίπαλον δέος από Ζάγκρεμπ μεριά) ο Μίρκο Νόβοσελ.
Ο Ζεράβιτσα και ο Νίκολιτς εξέφραζαν δυο διαφορετικά μπασκετικά κινήματα. Οταν επέστρεψε από την Ιταλία, όπου μεγαλούργησε με τη Βαρέζε, ο “προφέσορας” εμφανίστηκε δογματικός σε ό,τι αφορά το σετ παιχνίδι, τις επιθέσεις 5 εναντίον 5 και τον ελεγχόμενο ρυθμό ενός αγώνα, ενώ ο Ζεράβιτσα σε όλη του τη διαδρομή -και σε αντίθεση με τον σκληρό χαρακτήρα του-πρέσβευε ένα πιο αλέγρο στιλ!
Ο εκλιπών ήταν υπέρμαχος της ταχύτητας στην ανάπτυξη και του transition game, επιζητούσε την ισορροπία ανάμεσα στο περιφερειακό παιχνίδι και στο inside game και απαιτούσε να περνάει η μπάλα από το low post. Σε αντιδιαστολή με τον Nίκολιτς, ήταν πιο ευέλικτος σε ό,τι αφορά την απελευθέρωση του ατομικού ταλέντου των παικτών, στους οποίους άφηνε περιθώριο να δείξουν το ταλέντο τους και να παίξουν με το ένστικτο τους, άλλωστε ο Σλάβνιτς, ο Ντελίμπασιτς, ο Κιτσάνοβιτς, ο Νταλιπάγκιτς και ο Τσόσιτς δεν έμπαιναν εύκολα σε καλούπι.
Ο Σάκοτα μου διηγήθηκε ένα ευτράπελο περιστατικό που τονίζει τόσο τη διαμάχη των δυο προπονητών όσο και τη διαφορετικότητα τους. Το 1993 που ανέλαβε τον Ηρακλή προσκάλεσε (όπως το έκανε τακτικά και ο Σούμποτιτς) τον Νίκολιτς για να παρακολουθήσει τις προπονήσεις και τους αγώνες και να λειτουργήσει ως τεχνικός σύμβουλος βραχείας διαρκείας. Προτού περάσουν πέντε λεπτά, ο προφέσορας βγήκε έξω και ξαναγύρισε μετά από ένα εικοσάλεπτο. Εμεινε για πέντε λεπτά σιωπηλός και βγήκε πάλι έξω. Σε ένα τέταρτο μπήκε πάλι μέσα και είπε στον έκπληκτο από τα απανωτά σούρτα φέρτα, Σάκοτα...
“Ντράγκαν κάνεις πολύ καλή προπόνηση, αλλά ξέρεις γιατί μπαινοβγαίνω στο γήπεδο; Δεν αντέχω να βλέπω αυτό το στιλ. Δεν είναι το δικό μου μπάσκετ, αλλά το μπάσκετ του Ζεράβιτσα”!!!
Για να το προσαρμόσω στους δυο ελληνικούς προπονητικούς πόλους, σαν Ματθαίου - Μουρούζης ένα πράγμα!
Οι δυο τους διέφεραν σε όλα, ακόμη και στις παιδαγωγικές μεθόδους. Ο Νίκολιτς πίστευε ότι οι προπονητές πρέπει να είναι διαλλακτικοί με τους παίκτες και να προσπαθούν τους “κερδίσουν” μεε την πειθώ και τις διδαχές, ενώ ο Ζεράβιτσα είχε το δικό του δόγμα: “Οσο πιο πολύ σε μισούν οι παίκτες, τόσο μεγαλύτερη επιτυχία θα έχεις”!
Τον Ζεράβιτσα τον συνάντησα για πρώτη φορά τέτοιες μέρες πριν από τριάντα δυο χρόνια, στη Θεσσαλονίκη: ήταν Οκτώβριος του 1983, με την ευκαιρία του Τουρνουά “Δημήτρια”, στο οποίο έλαβαν μέρος η Εθνική Ελλάδος, το Νορθ Καρολάινα (με προπονητή τον Ντιν Σμιθ και σταρ τον Μάικλ Τζόρνταν και τον Σαμ Πέρκινς), η Μπερλόνι Τορίνο και ο Ερυθρός Αστέρας Βελιγραδίου με προπονητή τον Ράνκο. Νωρίτερα, πέραν των “πλάβι” ο Ζεράβιτσα είχε κοουτσάρει την Παρτίζαν, την Μπαρτσελόνα (1974-76) και την Πούλα, ενώ αργότερα πέρασε από τους πάγκους της Σαραγόσα, της Ντέζιο, της Νάπολι, της Νταρόκα, της Γιουγκοπλάστικα, της Καζέρτα και ξανά της Παρτίζαν, του Ερυθρού Αστέρα και της Σαραγόσα, όπου το 2003 έγραψε τους τίτλους τέλους της καριέρας του.
Ξανασυνανταντηθήκαμε τυχαία μετά από οκτώ χρόνια στη Σαραγόσα, όπου βρέθηκα σε αποστολή τριών ημερών ενόψει του τελικού του Κυπέλλου Κυπελλούχων στη Γενεύη, ανάμεσα στον ΠΑΟΚ και στην ομάδα της Αραγονίας. Το πρωϊ της 10ης Μαρτίου του 1991, στο γήπεδο έκλεισα ένα ραντεβού με τον επίσης συχωρεμένο (σε τροχαίο δυστύχημα, το 2000) Κέβιν Μαγκί, που μου είπε ότι θα με περιμένει στο σπίτι του του, στις οκτώ η ώρα. Μου έδωσε τη διεύθυνση, μου είπε ότι μένει στο διαμέρισμα Νο 805, αλλά εγώ όχι μόνο πήγα νωρίτερα, αλλά κατά λάθος ανέβηκα έναν όροφο πιο πάνω και κτύπησα το κουδούνι στο Νο 905.
Οταν άνοιξε η πόρτα έπαθα πλάκα, διότι αντί για τον Μαγκί, είδα μπροστά μου τον Ζεράβιτσα, που είχε κρατήσει αυτό το σπίτι από τη θητεία του στην Σαραγόσα (1987-89) και έμενε εκεί μαζί με τη γυναίκα του, Ζάγκα και τους δυο γιους του. Του είπα τι συνέβη και μέχρι να πάει οκτώ η ώρα, με προσκάλεσε μέσα στο σπίτι του, ήπιαμε καφέ και κουβεντιάσαμε επί παντός του μπασκετικού επιστητού.
Ξεψαχνίζοντας το αρχείο μου σήμερα το πρωί βρήκα αυτή τη συνέντευξη στην οποία, παρά τις σχέσεις του με τη Σαραγόσα, ο Ζεράβιτσα δήλωνε σαφώς την προτίμηση του στον ΠΑΟΚ. Ο λόγος; Η παρουσία του Ντράγκαν Σάκοτα, που τον θεωρούσε πνευματικό παιδί του από την Παρτίζαν και του Μπάνε Πρέλεβιτς τον οποίο ανέθρεψε ως παίκτη στον Ερυθρό Αστέρα.
Σε αυτή τη συνέντευξη ο Ζεράβιτσα μου είχε πει μεταξύ άλλων τα εξής:
Ο (γεννημένος στις 17 Νοεμβρίου του 1929, στο Ντραγκουτίνοβο) Ζεράβιτσα κοουτσάρησε μεγάλες ομάδες και συν τοις άλλοις κατήγαγε μεγάλους και αλησμόνητους θριάμβους. Αφρόκρεμα όλων αυτών αποτελεί η κατάκτηση του ιστορικού (διότι ήταν το παρθενικό) χρυσού μεταλλίου στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 1970, το οποίο μάλιστα διεξήχθη στη Γιουγκοσλαβία. Στην κορυφαία στιγμή αυτής της διοργάνωσης, στις 23 Μαίου του 1970 στη Λιουμπλιάνα, η Γιουγκοσλαβία νίκησε τις ΗΠΑ με 70-63, με αποτέλεσμα να περάσει στο ντούκου η ήττα της (με 87-72) στην τελευταία αγωνιστική της τελικής φάσης από τη Σοβιετική Ενωση.
Το έπος του '70 μνημονεύεται και διαιωνίζεται ως η εκκίνηση των θριάμβων των “πλάβι”, καθώς μέσα σε μια δεκαετία, στέφθηκαν μια φορά χρυσοί Ολυμπιονίκες (1980), δυο φορές Παγκόσμιοι Πρωταθλητές (1970, 1978) και τρεις φορές στη σειρά πρωταθλητές Ευρώπης (1973, `1975-1977). Μέλη αυτής της ιστορικής ομάδας, που αποτέλεσε το “έργο ζωής” του Ζεράβιτσα ήταν οι Τούρντιτς, Σιμόνοβιτς, Γέλοβατς, Ράικοβιτς, Ζόργκα, Κάπιτσιτς, Ντανέου, Τσόσιτς, Σόλμαν, Πλέτσας, Τσέρμακ και Σκάνσι.
Για τον παρθενικό θρίαμβο γράφτηκαν βιβλία και γυρίστηκε μια ταινία με τίτλο “We will be world champions”, ενώ ο Ζεράβιτσα ευτύχησε να οδηγήσει τη Γιουγκοσλαβία και στον θρίαμβο του 1980, στους Ολυμπιακούς αγώνες της Μόσχας. Το παλμαρέ του με την Εθνική ομάδα (1967-72, 1980, 1982) περιλαμβάνει επίσης τα ασημένια μετάλλια στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1968, στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 1967 και στα Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα του 1969 και του 1971, συν το χάλκινο μετάλλιο στο Μουντομπάσκετ του 1982.
*Πηγή: gazzetta.gr*
ADVERTISEMENT
“Ηταν μακράν ο σκληρότερος άνθρωπος που γνώρισα ποτέ μου στο μπάσκετ” μου εξομολογήθηκε επί λέξει ο προπονητής της ΑΕΚ. “Δεδομένου μάλιστα ότι εκείνη την εποχή η Γιουγκοσλαβία είχε το δικό της κομμουνιστικό καθεστώς, έστω κι αν διέφερε σε σχέση με το σοβιετικό μοντέλο, ο προπονητής είχε την απόλυτη εξουσία. Ο Ράνκο δεν ήταν απλώς ένα αφεντικό πού είχε την εν λευκώ εξουσία, αλλά σκέτος τύραννος. Θυμάμαι ότι με το που έμπαινε στο γήπεδο, τρέμαμε όλοι και όταν μας έβαζε τις φωνές πάγωνε το βλέμμα μας”!
Οντας θιασώτης της σκληρής δουλειάς, της αυστηρότητας και της πειθαρχίας ο Ζεςράβιτσα δημιούργησε τη δική του σχολή στο γιουγκοσλαβικό μπάσκετ: μια σχολή που βρέθηκε απέναντι σε αυτή την του “προφέσορα” Ατσα Νίκολιτς και είχε ως βασικότερους μαθητές της τον Σάκοτα, τον Μάλκοβιτς, τον Τζούροβιτς και τον Πέσιτς.
Στο απέναντι μέτωπο στρατολογήθηκαν άλλοι προπονητές, με κορυφαίο εκπρόσωπο τους τον Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς, ενώ ο Ντούσαν Ιβκοβιτς ο οποίος διετέλεσε ασίσταντ του Ζεράβιτσα στο Ολυμπιακό Τουρνουά της Μόσχας (χρυσό μετάλλιο) βάραγε το δικό του βιολί, βαδίζοντας στα χνάρια του δικού του γκουρού, του αδερφού του Σλομπονταν (Πίβα) Ιβκοβιτς.
“Δεν συμφωνώ με τη λογική του “η άσπρο ή μαύρο”. Οσοι μαθήτευσαν δίπλα στον Ατσα και στον Ράνκο και μπόρεσαν να συνδυάσουν στοιχεία και των δυο σχολών, ασφαλώς είναι τυχεροί και θα έλεγα ότι έχουν άρτια γνώση” επισημαίνει ο “Σάλε”, ο οποίος αναγνώριζε εδώ και χρόνια την επιρροή που άσκησε πάνω του ο Ζεράβιτσα και μάλιστα -παραδέχεται ότι του χάρισε και το ζην και το ευ ζην.
Οταν ο Σάκοτα αναγκάστηκε να σταματήσει το μπάσκετ και έκανε τα πρώτα προπονητικά βήματα του, άρχισε να μαζεύει παιδιά από τις διάφορες γειτονιές του Βελιγραδίου και δημιούργησε μια δική του ανεπίσημη ομάδα. Μια μέρα ο Ζεράβιτσα πέρασε από το γήπεδο, όπου έκαναν προπόνηση, εντυπωσιάστηκε από τη μεθοδικότητα του Σάκοτα και του πρότεινε να “μεταφέρει” την ομάδα του στις ακαδημίες της Παρτίζαν, όπερ και εγένετο; το αποτέλεσμα; Η ομάδα εξελίχθηκε σε θυγατρική της Παρτίζαν και μετεξελίχθηκε στην ΙΜΤ (απότοκο της οποίας αποτελεί η τωρινή Μέγκα Βιζούρα), την οποία το 1987και κόντρα σε κάθε πρόβλεψη, ο Σάκοτα οδήγησε στην κατάκτηση του Κυπέλλου Γιουγκοσλαβίας.
Τόσο πολύ εκτίμησε ο Ζερβάτσα τη δουλειά του Σάκοτα που μεσολάβησε ο ίδιος ώστε να αναλάβει την ομάδα ως χορηγός η εταιρεία (μηχανημάτων και τρακτέρ) ΙΜΤ διευθυντής της οποίας ήταν ο τότε πρόεδρος της Παρτίζαν.
Ο Ζεράβιτσα ανήκει στη μικρή, αλλά περίοπτη λίστα των ανθρώπων, οι οποίοι θεωρούνται ως οι “πατριάρχες” και οι μεγάλοι μέντορες του γιουγκοσλαβικού μπάσκετ: αυτός, οι επίσης συχωρεμένοι Ατσα Νίκολιτς, Νεμπόισα Πόποβιτς, Ράντομιρ Σάπερ, ο τέως γενικός γραμματέας της FIBA Μπόρισλαβ Στάνκοβιτς που βρίσκεται εν ζωή, όπως επίσης (ως αντίπαλον δέος από Ζάγκρεμπ μεριά) ο Μίρκο Νόβοσελ.
Ο Ζεράβιτσα και ο Νίκολιτς εξέφραζαν δυο διαφορετικά μπασκετικά κινήματα. Οταν επέστρεψε από την Ιταλία, όπου μεγαλούργησε με τη Βαρέζε, ο “προφέσορας” εμφανίστηκε δογματικός σε ό,τι αφορά το σετ παιχνίδι, τις επιθέσεις 5 εναντίον 5 και τον ελεγχόμενο ρυθμό ενός αγώνα, ενώ ο Ζεράβιτσα σε όλη του τη διαδρομή -και σε αντίθεση με τον σκληρό χαρακτήρα του-πρέσβευε ένα πιο αλέγρο στιλ!
Ο εκλιπών ήταν υπέρμαχος της ταχύτητας στην ανάπτυξη και του transition game, επιζητούσε την ισορροπία ανάμεσα στο περιφερειακό παιχνίδι και στο inside game και απαιτούσε να περνάει η μπάλα από το low post. Σε αντιδιαστολή με τον Nίκολιτς, ήταν πιο ευέλικτος σε ό,τι αφορά την απελευθέρωση του ατομικού ταλέντου των παικτών, στους οποίους άφηνε περιθώριο να δείξουν το ταλέντο τους και να παίξουν με το ένστικτο τους, άλλωστε ο Σλάβνιτς, ο Ντελίμπασιτς, ο Κιτσάνοβιτς, ο Νταλιπάγκιτς και ο Τσόσιτς δεν έμπαιναν εύκολα σε καλούπι.
Ο Σάκοτα μου διηγήθηκε ένα ευτράπελο περιστατικό που τονίζει τόσο τη διαμάχη των δυο προπονητών όσο και τη διαφορετικότητα τους. Το 1993 που ανέλαβε τον Ηρακλή προσκάλεσε (όπως το έκανε τακτικά και ο Σούμποτιτς) τον Νίκολιτς για να παρακολουθήσει τις προπονήσεις και τους αγώνες και να λειτουργήσει ως τεχνικός σύμβουλος βραχείας διαρκείας. Προτού περάσουν πέντε λεπτά, ο προφέσορας βγήκε έξω και ξαναγύρισε μετά από ένα εικοσάλεπτο. Εμεινε για πέντε λεπτά σιωπηλός και βγήκε πάλι έξω. Σε ένα τέταρτο μπήκε πάλι μέσα και είπε στον έκπληκτο από τα απανωτά σούρτα φέρτα, Σάκοτα...
“Ντράγκαν κάνεις πολύ καλή προπόνηση, αλλά ξέρεις γιατί μπαινοβγαίνω στο γήπεδο; Δεν αντέχω να βλέπω αυτό το στιλ. Δεν είναι το δικό μου μπάσκετ, αλλά το μπάσκετ του Ζεράβιτσα”!!!
Για να το προσαρμόσω στους δυο ελληνικούς προπονητικούς πόλους, σαν Ματθαίου - Μουρούζης ένα πράγμα!
Οι δυο τους διέφεραν σε όλα, ακόμη και στις παιδαγωγικές μεθόδους. Ο Νίκολιτς πίστευε ότι οι προπονητές πρέπει να είναι διαλλακτικοί με τους παίκτες και να προσπαθούν τους “κερδίσουν” μεε την πειθώ και τις διδαχές, ενώ ο Ζεράβιτσα είχε το δικό του δόγμα: “Οσο πιο πολύ σε μισούν οι παίκτες, τόσο μεγαλύτερη επιτυχία θα έχεις”!
Τον Ζεράβιτσα τον συνάντησα για πρώτη φορά τέτοιες μέρες πριν από τριάντα δυο χρόνια, στη Θεσσαλονίκη: ήταν Οκτώβριος του 1983, με την ευκαιρία του Τουρνουά “Δημήτρια”, στο οποίο έλαβαν μέρος η Εθνική Ελλάδος, το Νορθ Καρολάινα (με προπονητή τον Ντιν Σμιθ και σταρ τον Μάικλ Τζόρνταν και τον Σαμ Πέρκινς), η Μπερλόνι Τορίνο και ο Ερυθρός Αστέρας Βελιγραδίου με προπονητή τον Ράνκο. Νωρίτερα, πέραν των “πλάβι” ο Ζεράβιτσα είχε κοουτσάρει την Παρτίζαν, την Μπαρτσελόνα (1974-76) και την Πούλα, ενώ αργότερα πέρασε από τους πάγκους της Σαραγόσα, της Ντέζιο, της Νάπολι, της Νταρόκα, της Γιουγκοπλάστικα, της Καζέρτα και ξανά της Παρτίζαν, του Ερυθρού Αστέρα και της Σαραγόσα, όπου το 2003 έγραψε τους τίτλους τέλους της καριέρας του.
Ξανασυνανταντηθήκαμε τυχαία μετά από οκτώ χρόνια στη Σαραγόσα, όπου βρέθηκα σε αποστολή τριών ημερών ενόψει του τελικού του Κυπέλλου Κυπελλούχων στη Γενεύη, ανάμεσα στον ΠΑΟΚ και στην ομάδα της Αραγονίας. Το πρωϊ της 10ης Μαρτίου του 1991, στο γήπεδο έκλεισα ένα ραντεβού με τον επίσης συχωρεμένο (σε τροχαίο δυστύχημα, το 2000) Κέβιν Μαγκί, που μου είπε ότι θα με περιμένει στο σπίτι του του, στις οκτώ η ώρα. Μου έδωσε τη διεύθυνση, μου είπε ότι μένει στο διαμέρισμα Νο 805, αλλά εγώ όχι μόνο πήγα νωρίτερα, αλλά κατά λάθος ανέβηκα έναν όροφο πιο πάνω και κτύπησα το κουδούνι στο Νο 905.
Οταν άνοιξε η πόρτα έπαθα πλάκα, διότι αντί για τον Μαγκί, είδα μπροστά μου τον Ζεράβιτσα, που είχε κρατήσει αυτό το σπίτι από τη θητεία του στην Σαραγόσα (1987-89) και έμενε εκεί μαζί με τη γυναίκα του, Ζάγκα και τους δυο γιους του. Του είπα τι συνέβη και μέχρι να πάει οκτώ η ώρα, με προσκάλεσε μέσα στο σπίτι του, ήπιαμε καφέ και κουβεντιάσαμε επί παντός του μπασκετικού επιστητού.
Ξεψαχνίζοντας το αρχείο μου σήμερα το πρωί βρήκα αυτή τη συνέντευξη στην οποία, παρά τις σχέσεις του με τη Σαραγόσα, ο Ζεράβιτσα δήλωνε σαφώς την προτίμηση του στον ΠΑΟΚ. Ο λόγος; Η παρουσία του Ντράγκαν Σάκοτα, που τον θεωρούσε πνευματικό παιδί του από την Παρτίζαν και του Μπάνε Πρέλεβιτς τον οποίο ανέθρεψε ως παίκτη στον Ερυθρό Αστέρα.
Σε αυτή τη συνέντευξη ο Ζεράβιτσα μου είχε πει μεταξύ άλλων τα εξής:
-
Η τακτική ενός προπονητή είναι καλή, μόνο εάν η ομάδα δουλεύει σαν μηχανή και λειτουργούν όλα τα γρανάζια
-
Οι προπονητές πρέπει να είναι ρεαλιστές και να διαμορφώνουν τη
φιλοσοφία τους αναλόγως με τους παίκτες που διαθέτουν και όχι να
διαμορφώνουν τον χαρακτήρα των παικτών αναλόγως με τη δική τους
ιδεαλιστική περί το μπάσκετ άποψη.
-
Μου άρεσε πάντοτε και ακόμη με απασχολεί ως στόχος η ατομική
τελειότητα. Ο προπονητής οφείλει να είναι ένα ανοικτό βιβλίο, να
μεταδίδει όσα ξέρει και να μη νομίζει ότι είναι σοφός. Οπως έλεγε και ο
δικός σας φιλόσοφος, ο Σωκράτης, “γηράσκω αεί διδασκόμενος”.
-
Στη δεκαετία του '50 που άρχισα να κοουτσάρω, δεν περίμενα ότι από
πλευράς τακτικής το μπάσκετ θα εξελιχθεί τόσο πολύ. Μακάρι να μπορούσα
να γυρίσω πίσω τον χρόνο για να είμαι μέρος αυτής της θεαματικής
προόδου.
-
Στην καριέρα μου είχα την τύχη και την ευλογία να κοουτσάρω πολλές
μεγάλες ομάδες, σε συλλογικό και εθνικό επίπεδο. Εάν έπρεπε σώνει και
καλά να διαλέξω θα σκεπτόμουν την Εθνική ομάδα του Μουντομπάσκετ του
1978,σ τη Μανίλα με τον Σλάβνιτς, τον Κιτσάνοβιτς, τον Νταλιπάγκιτς, τον
Ντελίμπασιτς τον Τσόσιτς, τον Ραντοβάνοβιτς, τον Γέρκοφ, τον Βίλφαν και
τους υπόλοιπους. Αλλά, για να είμαι ειλικρινής, η καλύτερη ομάδα αυτή
που είχε ο Ιβκοβιτς πέρυσι (1990), στο Μουντομπάσκετ της Αργεντινής. Μια
πλήρης ομάδα που μπορεί να μην είχε τον τραυματία Ράτζα, αλλά ξεχείλιζε
από ταλέντο και είναι το όνειρο κάθε προπονητή.
Ο (γεννημένος στις 17 Νοεμβρίου του 1929, στο Ντραγκουτίνοβο) Ζεράβιτσα κοουτσάρησε μεγάλες ομάδες και συν τοις άλλοις κατήγαγε μεγάλους και αλησμόνητους θριάμβους. Αφρόκρεμα όλων αυτών αποτελεί η κατάκτηση του ιστορικού (διότι ήταν το παρθενικό) χρυσού μεταλλίου στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 1970, το οποίο μάλιστα διεξήχθη στη Γιουγκοσλαβία. Στην κορυφαία στιγμή αυτής της διοργάνωσης, στις 23 Μαίου του 1970 στη Λιουμπλιάνα, η Γιουγκοσλαβία νίκησε τις ΗΠΑ με 70-63, με αποτέλεσμα να περάσει στο ντούκου η ήττα της (με 87-72) στην τελευταία αγωνιστική της τελικής φάσης από τη Σοβιετική Ενωση.
Το έπος του '70 μνημονεύεται και διαιωνίζεται ως η εκκίνηση των θριάμβων των “πλάβι”, καθώς μέσα σε μια δεκαετία, στέφθηκαν μια φορά χρυσοί Ολυμπιονίκες (1980), δυο φορές Παγκόσμιοι Πρωταθλητές (1970, 1978) και τρεις φορές στη σειρά πρωταθλητές Ευρώπης (1973, `1975-1977). Μέλη αυτής της ιστορικής ομάδας, που αποτέλεσε το “έργο ζωής” του Ζεράβιτσα ήταν οι Τούρντιτς, Σιμόνοβιτς, Γέλοβατς, Ράικοβιτς, Ζόργκα, Κάπιτσιτς, Ντανέου, Τσόσιτς, Σόλμαν, Πλέτσας, Τσέρμακ και Σκάνσι.
Για τον παρθενικό θρίαμβο γράφτηκαν βιβλία και γυρίστηκε μια ταινία με τίτλο “We will be world champions”, ενώ ο Ζεράβιτσα ευτύχησε να οδηγήσει τη Γιουγκοσλαβία και στον θρίαμβο του 1980, στους Ολυμπιακούς αγώνες της Μόσχας. Το παλμαρέ του με την Εθνική ομάδα (1967-72, 1980, 1982) περιλαμβάνει επίσης τα ασημένια μετάλλια στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1968, στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 1967 και στα Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα του 1969 και του 1971, συν το χάλκινο μετάλλιο στο Μουντομπάσκετ του 1982.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου