Ο Νίκος Παπαδογιάννης ταξιδεύει με τη χρονομηχανή και αναρωτιέται μέσα από το μπλογκ του gazzetta.gr πόσοι θα υποδεχθούν με βλέμματα απορίας τον ζωντανό θρύλο του ελληνικού μπάσκετ, αύριο στο ΟΑΚΑ.
 To πρώτο ματς μπάσκετ που θυμάμαι να παρακολουθώ στη ζωή μου, ανάμνηση χαμένη στα βάθη του χρόνου, ήταν Ολυμπιακός-Γκντανσκ, στις 7 Δεκεμβρίου 1978, στο Παπαστράτειο. Ο Ολυμπιακός (Γιατζόγλου, Καστρινάκης, Μελίνι κ.α.) χρειαζόταν διαφορά μεγαλύτερη των 20 πόντων για να προκριθεί στην εξάδα του Κυπέλλου Πρωταθλητριών και τα κατάφερε, μέσα σε πανζουρλισμό: 102-79. Αμούστακος νέος ακόμη εγώ, ας πούμε δώδεκα χρονών, το παρακολουθούσα από την τηλεόραση της ΕΡΤ, σε περιγραφή του βαθύτατα συγκινημένου Βαγγέλη Φουντουκίδη. Προπονητής του Ολυμπιακού ήταν ο Κώστας Μουρούζης.

Δεν υπήρχε τότε "Τρίποντο", ούτε αναλυτική κάλυψη των αγώνων μπάσκετ από τις πολιτικές ή τις (δύο) αθλητικές εφημερίδες. Είδα τον Μουρούζη σκαρφαλωμένο στις πλάτες οπαδών ντυμένων στα ερυθρόλευκα και νόμισα ο αδαής ότι ο "Ντίνο"  ήταν ένα τοτέμ του Ολυμπιακού, σύμβολο και σημείο αναφοράς για τις μελλοντικές γενιές της.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, είχε θητεύσει επί συναπτή οκταετία στον πάγκο του Παναθηναϊκού, τον οποίο οδήγησε στα ημιτελικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, στο φάιναλ-φορ ας πούμε, επτά χρόνια νωρίτερα: το φάιναλ-φορ του 1994 δεν ήταν το πρώτο στην ιστορία του Παναθηναϊκού. Α, τον πήγε και στην τετράδα του Κυπέλλου Κυπελλούχων το 1969. Και σε 6 πρωταθλήματα Ελλάδας μεταξύ 1967-74, κόντρα στη μεγάλη ΑΕΚ της εποχής.
Ο Μουρούζης του Ολυμπιακού ήταν ο Μουρούζης του Παναθηναϊκού, αλλά και της Εθνικής ομάδας. Αργότερα έγινε ο Μουρούζης της ΑΕΚ.

Αρχισα να γυρίζω τα γήπεδα, του μπάσκετ και όχι μόνο, στις αρχές της δεκαετίας του '80. Ο Κώστας Μουρούζης είχε ήδη παραδώσει τη σκυτάλη στους νεώτερους.
Στο Παπαστράτειο έπαιζε ακόμα ο Γιατζόγλου, ο οποίος αργότερα έγινε καλός φίλος. Στη Νέα Φιλαδέλφεια οι παλιοί μιλούσαν με νοσταλγία για την ομάδα που έφτασε στο πρώτο φάιναλ-φορ, το '66 ακόμη, υπό την καθοδήγηση του Νίκου Μήλα. Ο Νίκος Μήλας ήταν η πρώτη μου συνέντευξη στο "Τρίποντο".  Στον "Τάφο του Ινδού" έβλεπα τον Κορωναίο, τον Κόντο, τον Στεργάκο, τον Ιωάννου. Με όλους έμελλε να καθίσω στο ίδιο τραπέζι, με τον Μέμο βρέθηκα να χορεύω στην ίδια πίστα μετά τον ιστορικό ημιτελικό του Ζάγκρεμπ.
Στο βόλεϊ θαύμαζα τον Δημήτρη Γόντικα, μετέπειτα αφεντικό μου στον ΑΝΤ1 και στη Nova. Εβλεπα στα γήπεδα του μπάσκετ να αραδιάζει την πραμάτεια του για την περιγραφή ο Φίλιππος Συρίγος, χωρίς να υποψιάζομαι ότι επρόκειτο να γίνει συνεργάτης, προϊστάμενος και φίλος για δυόμισυ (και βάλε) δεκαετίες. Στο Περιστέρι που κάποια στιγμή βρέθηκε στριμωγμένο στην παρέα των μεγάλων αγωνιζόταν ο Αργύρης Πεδουλάκης, αδελφικός φίλος ακόμη και σήμερα.
Την Εθνική δεν την έβλεπα συχνά, αλλά με θυμάμαι με το αυτί κολλημένο στο ραδιόφωνο για να μάθω το αποτέλεσμα του αλησμόνητου θρίλερ του Εκεντρεβίλ: Γαλλία-Ελλάδα 126-130 μετά από τρεις παρατάσης, το αποτέλεσμα που έγινε εφαλτήριο για το μέλλον. Ημουν και στο ματσάκι με το οποίο εγκαινιάστηκε (για το μπάσκετ) το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, ένα φιλικό Ελλάδας-Ισραήλ το Νοέμβριο του 1985.
Και όταν πιά έφτασε η εποχή του Άρη, άνοιγαν οι ουρανοί. Είδα αγώνες όρθιος, καθιστός στο παρκέ, ξαπλωμένος στο πάτωμα, εγκλωβισμένος ανάμεσα σε ιδρωμένα κορμιά, δεν με ένοιαζε τίποτε. Αρκεί να έβγαινα νικητής στη μάχη του εισιτηρίου. Στη Γλυφάδα, στα Ιλίσια, στο Μετς, στο Σπόρτιγκ, στη Νέα Σμύρνη, απανταχού. Δεν φανταζόμουν βέβαια ότι ο Νίκος Γκάλης θα άλλαζε το ζωή μου ούτε ότι ο Παναγιώτης Γιαννάκης θα δρομολογούσε την πιο απολαυστική μέρα που έζησα ποτέ σε γήπεδο ούτε ότι ο Γιάννης Ιωαννίδης θα με αναγόρευε σε επίσημο γούρι του.
Μου άρεσε να παρακολουθώ και τον Παναγιώτη Φασούλα και να μετράω τις τάπες του, στο αυτοσχέδιο φύλλο στατιστικής που ευλαβικά τηρούσα σε κάθε ματς (εκτός αν ήμουν ξαπλωμένος στο παρκέ). Οταν, χρόνια αργότερα, εργάστηκα στην "Ελευθεροτυπία", το φανταριλίκι του Φασούλα στη Θήβα ήταν η πρώτη μου αποστολή.

Στο μεταξύ, ένας γνωστός στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ αλλά άγνωστος σε μένα παράγων του ποδοσφαίρου ετοιμαζόταν να αναλάβει τα ηνία του ερασιτέχνη Παναθηναϊκού. Οι αρχαιρεσίες που ανέδειξαν τον Παύλο Γιαννακόπουλο στον προεδρικό θώκο των "πρασίνων" έγινε ένα από τα πρώτα μου ρεπορτάζ στην "Απογευματινή". Το βράδυ του προημιτελικού Ελλάδας-Ιταλίας, 10 Ιουνίου 1987. Πάλι ραδιοφωνάκια, αλλά και μίνι τηλεοράσης μπαταρίας με φορητή κεραία. Και άντε να πιάσεις σήμα, στα τρίσβαθα υπόγεια της Λεωφόρου.

Τα σκέφτομαι, τα μετράω και συνειδητοποιώ ότι, ως φίλαθλος ακόμη, είδα σε δράση τον Γκούμα, τον Παπαγεωργίου, τον Κέφαλο, τον Κορωναίο, τον Καστρινάκη, τον Γιατζόγλου, τον Διάκουλα, τον Κόντο, τον Γκέκο, τον Μίσσα, τον Ράμπις-Ραμπίδη, τον Αλεξανδρή, τον Κοκολάκη, τον Κατσούλη, τον Καλιγκάρις, τον Γιαννουζάκο, τον Σακελλαρίου, τον Πετρόπουλο, τον Ραφτόπουλο, τον Καρατζουλίδη και φυσικά όλους τους νεώτερους.
Τις προάλλες, προσπαθούσα να πείσω τους σπουδαστές του Κέντρου Αθλητικού Ρεπορτάζ ότι όχι, δεν είναι ο Σπανούλης ο νέος Γκάλης, ούτε ο Διαμαντίδης ανώτερος του Γιαννάκη, ούτε ο Παπαλουκάς περισσότερο προικισμένος από τον Χριστοδούλου. Ωσπου, συνειδητοποίησα κάτι που με σόκαρε. Από τους 50 νέους και νέες που κάθονταν στα θρανία απέναντί μου, ουδείς πρόφτασε τον Γκάλη και τον Γιαννάκη. Το πολύ πολύ να τους είδαν σε βίντεο.
Πράγματα τα οποία θεωρούσα αυτονόητα δεν αποτελούν πλέον κοινό κτήμα. Οι περισσότεροι από τους φιλάθλους που παρακολουθούν σήμερα το μπάσκετ γνωρίζουν τα κατορθώματα του Νίκου Γκάλη από ακριτομυθίες και δημοσιεύματα, πόσο μάλλον εκείνα του Γιώργου Τρόντζου ή του Γιώργου Κολοκυθά ή του Γιώργου Αμερικάνου.

"Ο επίσημος Παναθηναϊκός θα τιμήσει τον Κώστα Μουρούζη", είπα σε κάποιον, που έχει εισιτήριο για τον αγώνα της Παρασκευής με τη Ρεάλ. Η απάντησή του φίλου, που είναι 35άρης και διόλου ουρανοκατέβατος, μου έκοψε τα πόδια: "Ποιοοοον;"