Ο Αλέξης Σπυρόπουλος γράφει για τους νεωτερισμούς και τις καινοτομίες
που εισάγει στο παιχνίδι των Βαυαρών, καταργώντας το “κανένα ρίσκο” του
Χάινκες.
Πώς κυλάνε τα πράγματα, με την καταλανική επανάσταση στη Βαυαρία; Η
απάντηση είναι, «γενικώς καλά». Μια άλλη απάντηση είναι, «και μάλλον
αργόστροφα». Η κρυφή γοητεία, άλλωστε, τέτοιων καταστάσεων-transition
είναι ότι σ’ αυτές δεν υπάρχουν οι fast-track διαδικασίες. Αφήνεις τις
υποθέσεις, τους δίνεις τον χρόνο, να ωριμάσουν. Καμιά φορά βέβαια, στον
υψηλό πρωταθλητισμό, οι επαναστάσεις καταπνίγονται, και δεν ανθίζουν
ποτέ, λόγω του αποτελέσματος. Αλλ’ η Μπάγερν δεν φαίνεται να έχει άμεσο
πρόβλημα με το αποτέλεσμα.
Το «γενικώς καλά» πάει στα πολύ βασικά. Στα χοντρά. Ότι, ας πούμε, η
επαναφόρτιση ήδη επετεύχθη. Αν δεν ξέρεις τι έκαναν πέρυσι, και τους
βλέπεις τώρα, νομίζεις ότι είναι ομάδα που για χρόνια δεν έχει καταφέρει
κάτι και σκοτώνουν, τη μάνα τους και τον πατέρα τους μαζί, για να το
καταφέρουν. Η όρεξη, η πείνα, το κίνητρο, το πάθος, ανανεώθηκαν
επιτυχώς. ‘Η ότι, ανεξάρτητα απ’ τον ρυθμό αφομοίωσης των καινών
δαιμονίων, εμφανώς βγαίνει η επιθυμία, η θετική στάση, να πειθαρχήσουν
σ’ αυτά. Η διάθεση, να τα μάθουν. Να τα βάλουν να λειτουργήσουν.
Παίκτες-θεσμοί του φούσμπαλ, ένας κι ένας, κι όμως συμπεριφέρονται
σαν ψαρωμένα μαθητούδια στην τάξη. Ο,τι πει ο κύριος! Ο Πεπ δουλεύει
πολύ, επάνω στην ανθρώπινη σχέση. Ένα απ’ τα πράγματα που έμαθα στην
(αυτο)βιογραφία του Μέσι, ήταν το πόσο του στάθηκε ο Γουαρδιόλα όταν
αυτός ήθελε να παίξει με την Αργεντινή στο Πεκίνο 2008. Ενώ η
Μπαρτσελόνα τσιτσιριζόταν, επειδή είχε μπροστά της τα αυγουστιάτικα
προκριματικά του Τσάμπιονς Λιγκ. Ο κόουτς παρενέβη κι έγινε ο καταλύτης,
για να κάνει ο Μέσι το κέφι του. Ένα χρόνο μετά, πανηγύριζαν μαζί…έξι
τρόπαια. Το ίδιο έργο (η γκρίνια του Πεκίνου) παιζόταν, τότε, και μεταξύ
Ραφίνια/Σάλκε/Βραζιλίας. Σήμερα, ο Ραφίνια είναι παίκτης του Πεπ. Ο
Ραφίνια, ασφαλώς, θυμάται πώς ο Πεπ «καθαρίζει» για να ‘ναι ο παίκτης
του χαρούμενος.
Αμα ακούς τον Ριμπερί, τον τελευταίο που έχει ανάγκη να καλοπιάσει
τον προπονητή, να λέει ότι ήθελαν το ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ και για τον
Πεπ, λόγω της παρουσίας του Μουρίνιο απέναντι, καταλαβαίνεις. Παίζουν
και γι’ αυτόν. Παίζοντας γι’ αυτόν δε, είναι ο πιο έξυπνος τρόπος να
παίξουν και για τον εαυτό τους. Ολοι πλην Ριμπερί, άντε και Νόιερ, άντε
και Ντάντε, όλοι οι άλλοι έχουν μικρούς ή πιο σοβαρούς λόγους να
φοβούνται για τη θέση τους. Ο Πεπ τους έχει τσιγκλήσει, με το να τους
βγάλει απ’ τη μακαριότητα μιας comfort zone. Το παρατηρείς (με, ακριβώς,
αυτή τη σειρά) στον Σβάινσταϊγκερ, στον Λαμ, στον Μίλερ, στον Κρόος.
Πάμε, λοιπόν, στα «μάλλον αργόστροφα».
Η κεντρική ιδέα του Γουαρδιόλα είναι ότι η Μπάγερν στο 95% των ματς
έχει δικό της το 80% του παιγνιδιού. Αρα, σ’ ένα σκηνικό πλήρους
κυριαρχίας, τι εξυπηρετεί το 4-2-3-1; Δεν είναι χαράμι, να κρατάς τόσους
στρατιώτες στις πίσω ζώνες; Η μόνιμη έγνοια του, η ψύχωσή του, είναι να
συρρικνώσει τον αριθμό των πίσω και ν’ αυξήσει τον αριθμό των μπροστά.
Τους είπε, για αρχή, 4-1-4-1. Αντί 2+1 χαφ στον άξονα, 1+2. Η διαφορά,
2+1 με 1+2, είναι πιο μεγάλη απ’ όση μπορεί να νομίζουμε. Ο
Σβάινσταϊγκερ, πάντοτε έπαιζε με συμπαίκτη για στήριγμα δίπλα, Λούιζ
Γκουστάβο ή Χάβι Μαρτίνεθ ή όποιον άλλον. Ετσι, μοναδικό εξάρι, καλείται
να παίξει δίχως το όχημα της ασφάλειάς του στην ίδια ευθεία.
Στην πρεμιέρα με την (ξανά, εφέτος, υπέροχη) Γκλάντμπαχ, ο
Σβάινσταϊγκερ ήταν σαν να του ‘χες βάλει και τα δύο πόδια στο ένα
παπούτσι. Τεράστια δυσκολία, με το που τον πρέσαραν, να προωθήσει από
πίσω το παιγνίδι. Εδώ, θέλει είτε γρήγορες αποφάσεις (προτού σ’
εγκλωβίσουν) είτε, εάν σ’ εγκλωβίσουν, σέντερ-μπακ να ξέρουν να παίξουν
με τη μπάλα ώστε (ο εγκλωβισμένος χαφ) να τους τη γυρίσει. Ο Χάβι
Μαρτίνεθ που ξέρει να παίξει τη μπάλα, σε αντίθεση με τον Μπόατενγκ,
εκείνη τη βραδιά έλειπε.
Αλλά και οι δύο μπροστά απ’ τον Σβάινσταϊγκερ, ο Μίλερ κι ο Κρόος,
επίσης ήταν σαν να ‘παιζαν με τα δύο πόδια σ’ ένα παπούτσι. Μαθημένοι,
όλα τα χρόνια, να έχουν τον χώρο και τον ρόλο στην τρύπα πίσω απ’ τον
σέντερ-φορ όλον δικό τους, ζορίστηκαν να τον μοιραστούν στη μέση.
Εκλιναν μέσα κι οι δύο απ’ το πλάι, οι Ρομπερί, και γινόταν (με
τέσσερις!) το κουτούλημα του αιώνα. Εναντίον της Νυρεμβέργης, στο
επόμενο εντός, το πράγμα ήταν ακόμη πιο εμφανές. Εμφανής, και η έγνοια
του κόουτς για πολλούς μπροστά. Εμφανής, και ο συνωστισμός. Εναντίον της
Νυρεμβέργης, στη φάση κατοχής μπάλας, γινόταν 3-2-4-1. Είπε στον
Μπόατενγκ ν’ ακροβολίζεται στα δεξιά, και στον Λαμ να έρχεται μέσα, για
στήριγμα του εξαριού. Και με Τιάγκο Αλκάνταρα και με Γκέτσε πίσω απ’ τον
φορ, για ένα ολόκληρο ημίχρονο δεν παρήγαγαν τίποτα!
Με τον Λαμ, η εικόνα έχει την πλάκα της. Ολη του τη ζωή ο Λαμ ακραίος
μπακ, να πασχίζει στα 30 να παίξει εξάρι ή εξαροοκτάρι. Το δε κονκλάβιο
απ’ την εξέδρα, να κοιτάζει με περιέργεια. Και δεν πρόκειται, δα, για
κάτι τρομερό. Ο Παράσχος το είχε κάνει στον Πανιώνιο, με τον Μανιάτη! Ο
Φερνάντο Σάντος ήθελε να το κάνει, τον καιρό που πρωτοανέλαβε την
Εθνική, με τον Τοροσίδη. Αυτό που είχε δει να γίνεται στη Μπενφίκα, με
τον Ραμίρες. Για τη Μπάγερν, όμως, ο Λαμ κεντρικός μέσος έμοιαζε
αδιανόητο. Είναι από εκείνα τα πράγματα που συνήθως στην αρχή (εάν είσαι
ο ενδιαφερόμενος ποδοσφαιριστής) τα βρίσκεις στρυφνά, όμως μετά, μόλις
συνηθίσεις, δεν ξεκολλάς…
Η ευτυχία της Μπάγερν είναι ότι διαθέτει τις λύσεις για τα πάντα. Δεν
πέφτει το οχυρό με τις χερσαίες επιχειρήσεις; Τζάμπα κουράζονται οι
πολιορκητές; Καλούν την αεροπορία, σηκώνουν τη μπάλα ψηλά, αρχίζουν οι
βομβαρδισμοί, η δουλειά γίνεται. Ισως όχι όπως τη θέλει ο προπονητής.
Αλλά, πάλι, πρέπει να γίνει. Με τον όποιον τρόπο. Ωστε να έχει ο
προπονητής την άνεση, να συνεχίσει να εργάζεται επάνω στον τρόπο του. Οι
Βαυαροί είναι εξοπλισμένοι, για όλα τα είδη πολέμου. Ο Γουαρδιόλα,
εννοείται, ρισκάρει. Με τη Γκλάντμπαχ, πολύ εύκολα το ματς θα μπορούσε,
αντί 3-1, να έχει καταλήξει στο 2-2. Στη Φρανκφούρτη, το 1-0 φάνταζε έως
κολακευτικό. Με τη Νυρεμβέργη, τους γονάτισαν απ’ τα ψηλά. Στο
Φράιμπουργκ, την πάτησαν.
Θυμάμαι ένα ματς πέρυσι, στο Βόλφσμπουργκ, ήταν 0-2, είχε φτάσει 90’,
και μες απ’ τα μικρόφωνα που συλλέγουν τους ήχους του γηπέδου πέρασε η
τσιριχτή φωνή του Γιουπ Χάινκες προς τους ποδοσφαιριστές. Kein Risiko!
«Κανένα ρίσκο». Τον άκουσαν, κυκλοφόρησαν τη μπάλα για να περάσει η ώρα,
τελείωσε, νίκησαν, έφυγαν. Ο Γουαρδιόλα έχει, κιόλας, μάθει καλά
γερμανικά, τα ποδοσφαιρικά οπωσδήποτε, αλλά το kein Risiko δεν
περιλαμβάνεται, όπως και τα χρόνια στη Μπαρτσελόνα, στο λεξιλόγιό του.
Πιο συχνά θα πει, «χαρείτε το». Ευρίσκεται, ήδη, στο -2 απ’ τον Κλοπ.
Εξαρτάται, εν τέλει, τι θέλεις. Τα ρεκόρ που μαρτυρούν συντριπτική
επιβολή, πουλάνε. Η αίσθηση του ανταγωνισμού, πουλάει καλύτερα…
Πηγή: gazzetta.gr
Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου