Τρίτη 14 Μαΐου 2013

Ο βασιλιάς του σαβουάρ βιβρ!

Ο Νίκος Παπαδογιάννης χαιρετίζει τον νέο μονάρχη του παρκέ και των σαλονιών, ψηλαφίζοντας παράλληλα τα θεμέλια του οικοδομήματος.
Ο Ολυμπιακός του 2013 δικαίωσε τον Ολυμπιακό του 2012 όπως η Εθνική Ελλάδας του 1989 δικαίωσε την Εθνική Ελλάδας του 1987. Οποιοσδήποτε εμφανιστεί στην κατασκήνωση βάσης αρκετά γυμνασμένος και θαρραλέος μπορεί να σκαρφαλώσει στην κορυφή του Εβερεστ, μία φορά. Μοναχά οι άξιοι και οι ικανοί μπορούν να επαναλάβουν το κατόρθωμα.
Κάπως έτσι ξεχωρίζουν οι κομήτες από τα αστέρια. Από τη διάρκεια. Η άτιτλη Τάου είναι πιο ψηλά στην ιεραρχία από την πρωταθλήτρια του '99 Ζαλγκίρις, ο Ιωαννίδης και ο Ρενέσες ανώτεροι του αλεξιπτωτιστή του '88 Φράνκο Καζαλίνι. Οι κομήτες διαγράφουν την θεαματική τροχιά τους, καίγονται εξίσου θεαματικά και εξαφανίζονται. Τα αστέρια είναι, σχεδόν, παντοτινά. Λάμπουν στον ουρανό ακόμα και αν περάσουν χρόνια από τον θάνατό τους.
Δεν ήταν λοιπόν θαύμα το περυσινό ούτε σύμπτωση. Ο Ολυμπιακός ήταν και τότε η καλύτερη ομάδα της Ευρώπης. Η καλύτερη ομάδα δεν είναι αυτή που έχει τον υψηλότερο προϋπολογισμό ή αυτή που έχει τη μεγαλύτερη «αντικειμενική αξία», αλά εκείνη που φτάνει πρώτη στη νήμα. Εκείνη που πιστεύει περισσότερο στον εαυτό της και αρνείται επίμονα την ήττα.
Ο Ολυμπιακός της Κωνσταντινούπολης χρειάστηκε αρκετό χρόνο για να ξεπεράσει το περυσινό μεθύσι, αλλά ανέσυρε ξανά το σκήπτρο από το συρτάρι όταν μπήκε σε τροχιά φάιναλ-φορ. Φοβόμουν τα σκαμπανεβάσματά του και δεν τον πολυπίστευα. Αλλαξα γνώμη όταν τον είδα να ανατρέπει το -15 του πέμπτου αγώνα με την Εφές. Τότε τοποθετήθηκαν τα θεμέλια για το μοναδικό στα χρονικά του ελληνικού μπάσκετ “repeat”. Όχι στο Λονδίνο, αλλά στο Φάληρο, πριν από τρεις εβδομάδες.
O τίτλος της Ευρωλίγκας κατέληξε εκεί ακριβώς όπου έπρεπε. Στην καλύτερη ομάδα, με τον καλύτερο προπονητή, τον καλύτερο παίκτη, το καλύτερο supporting cast και την καλύτερη διοίκηση. Ο Ολυμπιακός πορεύτηκε με κοσμιότητα, σοβαρότητα και ήθος. Δεν παρασύρθηκε σε θεωρίες συνωμοσίας σαν αυτές που ήθελαν πρωταθλήτρια εκ προοιμίου την ΤΣΣΚΑ (ή τη Μπαρτσελόνα ή και τη Ρεάλ) ούτε έβαλε μαντήλι στις αποσκευές του.
Το σημαντικότερο βήμα προς την εκτόξευση οι «ερυθρόλευκοι» το πραγματοποίησαν όταν άλλαξαν την τακτική της μεμψιμοιρίας και των άναρθρων καταγγελιών. Μέχρι κάποια στιγμή, όχι πολύ παλιά, έχαναν τους αγώνες στα αποδυτήρια και αναζητούσαν άλλοθι για τις ήττες πριν αυτές σημειωθούν στο φύλλο αγώνα. Η διαιτησία, ο Βασιλακόπουλος, το κατεστημένο, η άτιμη η κενωνία.
Όταν άφησαν κατά μέρος τις γελοιότητες και στρώθηκαν στη δουλειά, πέρασαν τον Ρουβίκωνα. Αποκαθήλωσαν τον παντοκράτορα του ελληνικού στερεώματος Παναθηναϊκό και εγκαθίδρυσαν μία μίνι ευρωπαϊκή δυναστεία, η οποία έπιασε τους ανταγωνιστές εξ απήνης.
Στις ομάδες που είδαν την πλάτη του Ολυμπιακού πέρυσι και φέτος δεν φταίει καμία διαιτησία, κανένας Μπερτομέου, καμία μηχανορραφία, κανένας σκοτεινός συνωμότης. Τους φταίει ο ίδιος ο Ολυμπιακός. Οποιος εγείρει λόγο αμφισβήτησης μέσα στον ποταμό της σαμπάνιας, αδικεί κατάφωρα το αριστούργημα των Αγγελόπουλων, των Ιβκοβιτς-Μπαρτζώκα, του Σπανούλη, του Παπανικολάου, του Πρίντεζη, του Σλούκα, του Χάινς, του Λο, του Μάντζαρη, του Αντιτς και των υπόλοιπων «ερυθρολεύκων».
Σπανιότατα κέρδισε ομάδα το φάιναλ-φορ με τρόπο τόσο πειστικό και ισοπεδωτικό. Οι περισσότεροι ευρωπρωταθλητές, χωρίς να εξαιρείται από αυτούς ο περυσινός Ολυμπιακός, παρουσίασαν στο γήπεδο τον «φάκελό» τους και μετέτρεψαν το Σχέδιο Α σε ακαταμάχητο επιχείρημα. Ο Παναθηναϊκός του Ομπράντοβιτς παρουσίασε το τέλειο μπάσκετ του προπονητή, η Μακάμπι του Γκέρσον το τέλειο μπάσκετ των παικτών, η προηγούμενη ΤΣΣΚΑ του Μεσίνα είχε την ιδανική χημεία και τον κατάλληλο ηγέτη, όλες είχαν μία συνταγή καλώς καμωμένη για το αραιό οξυγόνο της κορυφής.
Ο Ολυμπιακός είναι η μοναδική ομάδα που είχε Σχέδιο Β και Γ και Δ: μια λερναία ύδρα με κόκκινα κεφάλια. Όπως με υπερηφάνεια επισήμανε ο Γιώργος Μπαρτζώκας, νίκησε τους αντιπάλους του με όλους τους πιθανούς τρόπους, σε όλα τα πιθανά σενάρια.
Κέρδισε με άμυνα που κατέβασε την ΤΣΣΚΑ από τους 83 πόντους στους 52, κέρδισε και με επίθεση που έγραψε «κατοστάρα».
Διαχειρίστηκε σωστά (στον ημιτελικό) το δικό του διψήφιο προβάδισμα, χωρίς να επιτρέψει ένα, έστω, ξέσπασμα στον αντίπαλο.
Ανέτρεψε (στον τελικό) διψήφιο προβάδισμα του αντιπάλου.
Ετρεξε στον αιφνιδιασμό, διέπρεψε και στο πέντε-εναντίον-πέντε.
Αντεξε την αφλογιστία του ηγέτη του, ο οποίος στο τέλος σήκωσε στους ώμους τους 10 που τον κουβάλησαν στα προηγούμενα τρία ημίχρονα.
Είχε μακρυνό σουτ, βρήκε όμως και παιχνίδι στο «ζωγραφιστό», όπου θεωρητικά υστερούσε.
Βραχυκύκλωσε απόλυτα το παιχνίδι της ΤΣΣΚΑ, η οποία σούταρε πάνω στην απελπισία της περισσότερα τρίποντα παρά δίποντα.
Υπερίσχυσε στα ριμπάουντ μολονότι ο δικός του σέντερ βλέπει τον κόσμο από τα 1μ98.
Απαγόρευσε το επιθετικό ριμπάουντ σε μία ομάδα (Ρεάλ) που το έχει για ψωμοτύρι και τρόπο ζωής.
Σημάδεψε και ξεγύμνωσε τον εγκέφαλο της αντίπαλης ομάδας, πρώτα Τεόντοσιτς και μετά Γιουλ.
Επνιξε στα ρηχά ψηλούς επιπέδου ΝΒΑ, όπως τον Κρστιτς και τον Μίροτιτς.
Είχε απαντήσεις στα τρικ του Μεσίνα και του Λάσο, ευελιξία και προσαρμοστικότητα σε δύο εντελώς διαφορετικά προπονητικά σενάρια.
Πήρε όχι λίγα, αλλά πολλά από όλους σχεδόν τους δικούς του παίκτες, έμπειρους και άπειρους, περπατημένους και αμούστακους, βασικούς και αναπληρωματικούς.
Ανέδειξε ήρωες μέσα από τα σπλάχνα του, όπως τον Λο του τελικού.
Κατέθεσε στο παρκέ πάθος και τσαμπουκά.
Αντιμετώπισε με ψυχραιμία, χαμόγελο αλλά και ανδρισμό τις προβοκάτσιες και τα βρώμικα χτυπήματα νικημένων αντιπάλων όπως ο Τεόντοσιτς και ο Ρούντι.
Εδειξε απόλυτα προετοιμασμένος, αγωνιστικά και ψυχολογικά.
Εφτασε στο απόγειο της φόρμας του την πιο κατάλληλη εποχή.
Και πανηγύρισε τον τίτλο με κομψότητα, χωρίς εκτροχιασμούς, χωρίς προκλήσεις, χωρίς φαιδρότητες και χωρίς καγχασμούς.
Μοιάζει σαν να πέρασαν δεκαετίες από τότε που ο Ολυμπιακός ήταν ο ορισμός του “bad loser”. Από τις στάχτες εκείνης της αρρωστημένης νοοτροπίας -δανεικής, ασφαλώς, από το ποδόσφαιρο- γεννήθηκε ένας “gracious winner”: ένας πρωταθλητής που έμαθε στην εντέλεια το σαβουάρ βιβρ της κορυφής και αντιμετωπίζει τους αντιπάλους του με φλέγμα, γενναιοψυχία, φίλαθλο πνεύμα.Ο Βαγγέλης Μαρινάκης θα νόμιζε ότι βλέπει ταινία τέχνης, σε κάποια ξένη, άγνωστη γλώσσα..
Το επόμενο βήμα προς την ίδια κατεύθυνση (της υγείας και της κοσμιότητας) θα πρέπει να γίνει -από τους Αγγελόπουλους- εντός των συνόρων, αλλά δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για τέτοια συζήτηση. Χρειάζονται άλλωστε δύο για τανγκό.

Πηγή: gazzetta.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: