Το
βράδυ της Κυριακής ο Πεπ Γκουαρδιόλα έβγαινε από το τερέν της “Αλιάνζ
Αρίνα” με την ικανοποίηση που πήγαζε από τη συνείδηση ότι είχε
προηγουμένως παρουσιάσει στο κοινό του Μονάχου την καλύτερη και πιο
πλήρη παράσταση της Μπάγερν επί των ημερών του. Το βράδυ της Δευτέρας ο
Ζοσέ Μουρίνιο έβγαινε από το τερέν του “Εντιχαντ” με την ικανοποίηση του
πρώτου προπονητή που βγαίνει στην τρέχουσα σεζόν νικητής από την έδρα
της Μάντσεστερ Σίτι, από μια αρένα στην οποία υπέφεραν όλοι οι
συνάδελφοί του που βρέθηκαν στον πάγκο της φιλοξενούμενης ομάδας στην
τρέχουσα Πρέμιερ Λιγκ. Η α λα “Μέσι ή Ρονάλντο” συζήτηση – δίλημμα έχει
μόλις ξαναρχίσει ανά την Ευρώπη σχετικά με τους προπονητές. “Πεπ ή
Μου;”. Η μισή ποδοσφαιρική Ευρώπη κοιτάζει τον Γκουαρδιόλα ως τον
προπονητή με την μεγαλύτερη επιρροή στις ιδέες και τις τακτικές του
ποδοσφαίρου σήμερα, και η άλλη μισή αντιλαμβάνεται τον Μουρίνιο ως τον
κορυφαίο ή εκ των κορυφαίων όλων των εποχών στην ψυχοπνευματική
προετοιμασία της ομάδας του και την συνολική διαχείριση που κάνει ως
μάνατζερ στους συλλόγους που αναλαμβάνει.
Δύο προπονητές που πηγαίνουν από εντελώς διαφορετικούς δρόμους καταφέρνουν να οδηγούνται στον ίδιο προορισμό, την κορυφή. Ποιο πρότζεκτ εκ των δύο έχει τον μεγαλύτερο συντελεστή δυσκολίας; Να κρατήσεις στο ταβάνι μια ομάδα που έπιασε ταβάνι στη διάρκεια της προηγούμενης σεζόν, ή να ξαναπάρεις μια ομάδα που είχες για να την οδηγήσεις ξανά στην κορυφή του πιο ανταγωνιστικού ευρωπαϊκού πρωταθλήματος; Στην πραγματικότητα πρόκειται για δύο αποστολές το ίδιο δύσκολες, το ίδιο επικίνδυνες, με περίπου ίδια ρίσκα.
Μέχρι τώρα τα βλέμματα είχε κλέψει ο τρόπος του Πεπ, η μέθοδός του για να καταφέρνει να παρακινεί αποτελεσματικά ποδοσφαιριστές που θεωρητικώς, από μακριά, έμοιαζαν κορεσμένοι, χορτάτοι από τρόπαια, ρεκόρ, νίκες, χρήμα και λοιπά οφέλη. Η μέθοδος που εξέλιξε προκειμένου να καταφέρει, μέχρι ώρας, να ανανεώσει τα κύτταρα του ίδιου οργανισμού, προσθέτοντας ουσιαστικά μόνο ένα νέο κομμάτι στο περσινό παζλ. Αλλά τι κομμάτι; Τον Τιάγκο Αλκάνταρα.
Ολα αυτά μέχρι το βράδυ της Δευτέρας, που ο Μουρίνιο κατάφερε να κρατήσει στο μηδέν την πιο παραγωγική μηχανή που κυκλοφορεί αυτή την εποχή στην Αγγλία και να νικήσει στην έδρα – φόβητρο. Και δεν είναι τόσο ο τρόπος, δηλαδή το στιλ του παιχνιδιού, αλλά η συνολική παγίδα που έχει καταφέρει να στήσει στην Σίτι και τον Πελεγκρίνι στο φετινό πρωτάθλημα. Δίχως να γίνει αντιληπτός, “τσακωτός”, ο Μου έχει πείσει την πλατιά μάζα της αγγλικής κοινωνίας και αγοράς του ποδοσφαίρου ότι η Σίτι είναι το φαβορί και η Τσέλσι το αουτσάιντερ, μεταφέροντας όλη την πίεση στο Μάντσεστερ. Παρουσιάζει, ακόμη και τώρα, εκ των υστέρων, την Σίτι σαν άλογο κούρσας και την Τσέλσι του σαν ένα μικρό αλογάκι που θα μεγαλώσει και θα εξελιχθεί σε άλογο κούρσας στην επόμενη σεζόν. Παρουσιάζει ως πιο έμπειρο ένα ρόστερ που έχει μικρότερο μέσο όρο ηλικίας από το δικό του, και ως πολύ ακριβότερο ένα ρόστερ που δεν κοστίζει παρά 10-15 εκατ. ευρώ παραπάνω από το δικό του. Με όλο αυτό το mind game που παίζει από το περασμένο καλοκαίρι ο ιδιοφυής Πορτογάλος κατάφερε να αγοράσει χρόνο και να δουλέψει με την ελάχιστη δυνατή πίεση στο Λονδίνο για να συναρμολογήσει μια Τσέλσι που θα εξελιχθεί, πιθανότατα μετά και από τις μεταγραφές του ερχόμενου καλοκαιριού σε μια σύγχρονη έκδοση των ιδεών του για το παιχνίδι, ποτισμένη με στοιχεία από αυτά που μας είχε δείξει ο Μουρίνιο στην πρώτη του Τσέλσι, στην Ιντερ και τη Ρεάλ.
Στην Γερμανία το πρωτάθλημα έχει, στην πραγματικότητα, ολοκληρωθεί. Ο Πεπ ανταγωνίζεται μόνο τις επιδόσεις του Χάινκες, δεν συναντά φυσικό εμπόδιο μπροστά του στην Μπουντεσλίγκα. Το Champions League είναι το στοίχημά του, το πραγματικό πεδίο κρίσης της αποτελεσματικότητάς του με “την πρώτη” στο Μόναχο. Ο Μουρίνιο έχει σήμερα πολύ μεγαλύτερο ανταγωνισμό στην Αγγλία, κι ας τον έχουν χρίσει φαβορί οι μπουκμέικερς. Η δική του δουλειά μοιάζει από μακριά πιο σύνθετη από αυτή του Γκουαρδιόλα. Η προσπάθεια του Πεπ όμως έμοιαζε στην αρχή να έχει πολύ υψηλότερο συντελεστή δυσκολίας, διότι αντίπαλός του ήταν το τέλειο, αν υπάρχει, δηλαδή αυτό που έκανε η Μπάγερν στη διάρκεια της προηγούμενης σεζόν.
Τα σχόλια ποικίλουν και οι απόψεις διίστανται. Αυτό που δεν αμφισβητείται όμως είναι ότι έχουμε την τύχη να είμαστε σύγχρονοι δύο ιδιοφυών του ποδοσφαίρου, της προπονητικής. Δύο προπονητών που θα αναφέρονται από τον ιστορικό του μέλλοντος όχι μόνο ως οι σημαντικότεροι της εποχής αλλά ως δύο εκ των σημαντικότερων σε ολόκληρη τη ζωή του ποδοσφαίρου.
Δύο προπονητές που πηγαίνουν από εντελώς διαφορετικούς δρόμους καταφέρνουν να οδηγούνται στον ίδιο προορισμό, την κορυφή. Ποιο πρότζεκτ εκ των δύο έχει τον μεγαλύτερο συντελεστή δυσκολίας; Να κρατήσεις στο ταβάνι μια ομάδα που έπιασε ταβάνι στη διάρκεια της προηγούμενης σεζόν, ή να ξαναπάρεις μια ομάδα που είχες για να την οδηγήσεις ξανά στην κορυφή του πιο ανταγωνιστικού ευρωπαϊκού πρωταθλήματος; Στην πραγματικότητα πρόκειται για δύο αποστολές το ίδιο δύσκολες, το ίδιο επικίνδυνες, με περίπου ίδια ρίσκα.
Μέχρι τώρα τα βλέμματα είχε κλέψει ο τρόπος του Πεπ, η μέθοδός του για να καταφέρνει να παρακινεί αποτελεσματικά ποδοσφαιριστές που θεωρητικώς, από μακριά, έμοιαζαν κορεσμένοι, χορτάτοι από τρόπαια, ρεκόρ, νίκες, χρήμα και λοιπά οφέλη. Η μέθοδος που εξέλιξε προκειμένου να καταφέρει, μέχρι ώρας, να ανανεώσει τα κύτταρα του ίδιου οργανισμού, προσθέτοντας ουσιαστικά μόνο ένα νέο κομμάτι στο περσινό παζλ. Αλλά τι κομμάτι; Τον Τιάγκο Αλκάνταρα.
Ολα αυτά μέχρι το βράδυ της Δευτέρας, που ο Μουρίνιο κατάφερε να κρατήσει στο μηδέν την πιο παραγωγική μηχανή που κυκλοφορεί αυτή την εποχή στην Αγγλία και να νικήσει στην έδρα – φόβητρο. Και δεν είναι τόσο ο τρόπος, δηλαδή το στιλ του παιχνιδιού, αλλά η συνολική παγίδα που έχει καταφέρει να στήσει στην Σίτι και τον Πελεγκρίνι στο φετινό πρωτάθλημα. Δίχως να γίνει αντιληπτός, “τσακωτός”, ο Μου έχει πείσει την πλατιά μάζα της αγγλικής κοινωνίας και αγοράς του ποδοσφαίρου ότι η Σίτι είναι το φαβορί και η Τσέλσι το αουτσάιντερ, μεταφέροντας όλη την πίεση στο Μάντσεστερ. Παρουσιάζει, ακόμη και τώρα, εκ των υστέρων, την Σίτι σαν άλογο κούρσας και την Τσέλσι του σαν ένα μικρό αλογάκι που θα μεγαλώσει και θα εξελιχθεί σε άλογο κούρσας στην επόμενη σεζόν. Παρουσιάζει ως πιο έμπειρο ένα ρόστερ που έχει μικρότερο μέσο όρο ηλικίας από το δικό του, και ως πολύ ακριβότερο ένα ρόστερ που δεν κοστίζει παρά 10-15 εκατ. ευρώ παραπάνω από το δικό του. Με όλο αυτό το mind game που παίζει από το περασμένο καλοκαίρι ο ιδιοφυής Πορτογάλος κατάφερε να αγοράσει χρόνο και να δουλέψει με την ελάχιστη δυνατή πίεση στο Λονδίνο για να συναρμολογήσει μια Τσέλσι που θα εξελιχθεί, πιθανότατα μετά και από τις μεταγραφές του ερχόμενου καλοκαιριού σε μια σύγχρονη έκδοση των ιδεών του για το παιχνίδι, ποτισμένη με στοιχεία από αυτά που μας είχε δείξει ο Μουρίνιο στην πρώτη του Τσέλσι, στην Ιντερ και τη Ρεάλ.
Στην Γερμανία το πρωτάθλημα έχει, στην πραγματικότητα, ολοκληρωθεί. Ο Πεπ ανταγωνίζεται μόνο τις επιδόσεις του Χάινκες, δεν συναντά φυσικό εμπόδιο μπροστά του στην Μπουντεσλίγκα. Το Champions League είναι το στοίχημά του, το πραγματικό πεδίο κρίσης της αποτελεσματικότητάς του με “την πρώτη” στο Μόναχο. Ο Μουρίνιο έχει σήμερα πολύ μεγαλύτερο ανταγωνισμό στην Αγγλία, κι ας τον έχουν χρίσει φαβορί οι μπουκμέικερς. Η δική του δουλειά μοιάζει από μακριά πιο σύνθετη από αυτή του Γκουαρδιόλα. Η προσπάθεια του Πεπ όμως έμοιαζε στην αρχή να έχει πολύ υψηλότερο συντελεστή δυσκολίας, διότι αντίπαλός του ήταν το τέλειο, αν υπάρχει, δηλαδή αυτό που έκανε η Μπάγερν στη διάρκεια της προηγούμενης σεζόν.
Τα σχόλια ποικίλουν και οι απόψεις διίστανται. Αυτό που δεν αμφισβητείται όμως είναι ότι έχουμε την τύχη να είμαστε σύγχρονοι δύο ιδιοφυών του ποδοσφαίρου, της προπονητικής. Δύο προπονητών που θα αναφέρονται από τον ιστορικό του μέλλοντος όχι μόνο ως οι σημαντικότεροι της εποχής αλλά ως δύο εκ των σημαντικότερων σε ολόκληρη τη ζωή του ποδοσφαίρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου