Σε ένα πείραμα -πανεπιστημίου μάλιστα- που διάβασα κάποτε από σπόντα,
είχε εξαχθεί το συμπέρασμα πως: οι αθλητές με μακριά μαλλιά ή ακόμα
περισσότερο οι ξανθοί μακρυμάλληδες, ήταν εκείνοι στους οποίους
στρεφόταν υποσυνείδητα η προσοχή του κοινού. Με βάση λοιπόν εκείνο το
πόρισμα, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι άπαντες λατρέψαμε τον Πάβελ
Νέντβεντ για αυτές ακριβώς τις ιδιότητες της κόμης του και όχι για τον
απόλυτο συνδυασμό που θα μπορούσε ποτέ να συνθέσει το ποδοσφαιρικό DNA
εκείνου που μέσα από την αυταπάρνηση και τη δουλειά, ξεπέρασε ακόμα και
τα χαρίσματα, με τα οποία τον είχε προικίσει ο Θεός της μπάλας.
Προσωπικά πάντως η πρώτη γνωριμία μαζί του έγινε όταν ήταν ακόμα κοντοκουρεμένος και το μαλλί του δεν λαμπύριζε, ώστε να με κάνει να ακολουθώ τις κινήσεις του. Και που να τον ήξερα δηλαδή νωρίτερα; Στην Σπάρτα Πράγας έπαιζε, αλλά εκείνο το καλοκαίρι φρόντισε να συστηθεί σε όλον τον κόσμο. Γενικότερα στα γήπεδα της Αγγλίας για το EURO του 1996 έκανε τρελά πράγματα. Παρέα με τους Πάτρικ Μπέργκερ, Κάρελ Πομπόρσκι, Βλάντιμιρ Σμίτσερ, Μίροσλαβ Κάντλετς συνέβαλε στο να φτάσει η Τσεχοσλοβακία έως τον τελικό. Ωστόσο, η πιο ειδική του στιγμή, με την οποία μου έμεινε σαν εικόνα στο μυαλό, ήταν όταν έκανε το 1-0 στη νίκη (2-1) επί της Ιταλίας. Ενα γκολ που ίσως και να είναι το πιο απλό απ' όσα έχει πετύχει (και που πολύ πιθανόν να του έδωσε και το εισιτήριο για τη Λάτσιο, όπου μετακόμισε λίγες ημέρες αργότερα).
Και έχει βάλει πολλά από δαύτα, με κάθε πιθανό ή απίθανο τρόπο. Για την ακρίβεια μπορούσε να κάνει τα πάντα στο γήπεδο. Δεν διέθετε ξεχωριστά την μαγεία του Ζιντάν, τη δύναμη του Ντάβιντς, το άγγιγμα της μπάλας του Πλατινί, το σλάλομ του Ροναλντίνιο, την τωρινή δύναμη του Κριστιάνο Ρονάλντο ή τον τρόπο να ελίσσεται όπως ο Μέσι. Την ίδια στιγμή όμως σου έδινε την εντύπωση πως τα είχε όλα αυτά μαζί σε ένα εκπληκτικό πακέτο που η δική μας γενιά δεν έχει ξανασυναντήσει και ίσως μόνο οι παλιοί να έχουν να διηγηθούν κάτι αντίστοιχο, από την εποχή που δεν υπήρχε καν η εικόνα. Ο Νέντβετ ήταν ό,τι πιο ροκ έχει παρουσιαστεί στο χορτάρι από την εποχή του Ντιέγκο Μαραντόνα και ακόμα και από εκείνον τολμώ να... βλασφημήσω πως υπήρξε πιο ολοκληρωμένος (σ.σ.: προς... Θεού όχι καλύτερος)!
Το πιο απίθανο με την περίπτωση του όμως ήταν πως ξεκίνησε ως «ατάλαντος». Αυτό τουλάχιστον ήταν το σχόλιο του πρωταθλητή Ευρώπης του 1976 με την Τσεχοσλοβακία, Κάρολ Ντομπίας, ο ο οποίος το 1992 αρθρογραφούσε σε εφημερίδα και κλήθηκε να ασχοληθεί με τον πιτσιρικά τότε συμπατριώτη του, που μόλις είχε μετακομίσει από τη μία ομάδα της Πράγας (την Ντούκλα) στην άλλη (στη Σλάβια): «Δεν βλέπω κάτι ιδιαίτερο σε αυτόν τον νεαρό. Δεν θα πόνταρα τα χρήματα μου πως θα έχει σπουδαίο μέλλον!» Θα νομίζει κανείς ότι ο Ντομπίας ήταν... ο άμπαλος, αλλά το σχόλιο του είχε αρκετή δόση αλήθειας, με βάση πάντα το τι έβλεπε εκείνος τότε. Αθελα του όμως επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη του 20χρονου τότε Πάβελ. Αυτό το τελευταίο το έχει παραδεχτεί ο ίδιος ο Νέντβεντ, που σε μία συνέντευξη του είχε δηλώσει πως: «Αυτό που είχε πει ο Ντομπίας με είχε πεισμώσει όσο τίποτ' άλλο σε όλη την καριέρα μου. Οταν το διάβασα, αποφάσισα ότι θα δουλέψω σκληρά, ώστε να διαψεύσω όσους δεν πίστεψαν σε μένα!»
Το είπε λοιπόν και το έκανε. Το σχέδιο του δεν περιλάμβανε ξεκούραση και διακοπές. Και αντίθετα απ' ότι θα πίστευε κανείς, κάθε καλοκαίρι δούλευε ολοένα και περισσότερο. Χαρακτηριστική είναι μία ιστορία απ' όταν πήρε μεταγραφή στη Γιουβέντους. Δεν πήγε πουθενά για να το γλεντήσει, μα μετακόμισε απ' ευθείας στο προπονητικό κέντρο, όπου δεν σταμάτησε να βελτιώνεται, ενώ όλοι οι υπόλοιποι έκαναν ηλιοθεραπεία. Αυτό ήταν που με το καλημέρα έκανε τους tifosi, αλλά και τους νέους συμπαίκτες του να τον λατρέψουν. Δουλειά, προπόνηση, ιδρώτας, αυτοθυσία, αυταπάρνηση. Αυτά σε συνδυασμό με τα δύο εκπληκτικά πόδια που έπειτα από τόσες και τόσες γκολάρες, κανείς δεν έχει καταλάβει εάν ήταν τελικά το καλό του πόδι ήταν το ζερβό ή το άλλο...
Μία φορά και έναν καιρό ο Σβεν Γκόραν Ερικσον, στους πανηγυρισμούς για το σκουντέτο του 2000 με τη Λάτσιο, είχε πει ότι ο Νέντβεντ ήταν «ο πιο αντισυμβατικός και ασυνήθιστος μέσος που είχε γνωρίσει ποτέ». Τούτο φυσικά ήταν και το τεράστιο παράσημο της καριέρας του: ότι ξεπερνούσε το φυσιολογικό, το τυπικό. Μπορούσε να παίξει παντού και να κάνει τα πάντα. Ως box to box, 10άρι, deep-lying playmaker, δεύτερος επιθετικός και στις δύο πλευρές ως εξτρέμ ή χαφ, ενώ έχει βρεθεί ακόμα και κόφτης σε περιπτώσεις ανάγκης. Ολα τα έκανε τόσο τέλεια, ώστε να μην μπορείς πραγματικά να πεις με σιγουριά ποια ήταν η αγαπημένη του θέση και που απέδιδε καλύτερα. Το ότι ανταποκρινόταν παντού, οφειλόταν στον απόλυτο συνδυασμό ταχύτητας, τεχνικής, αντοχής, την εξαιρετική σχέση του με τα δίχτυα, μα πάνω απ' όλα στην επιθυμία του να δίνει πάντοτε όλα.
Χαρακτηριστικό αυτού του τελευταίου στοιχείου που είχε να κάνει με την αυταπάρνηση του, ήταν μία δήλωση του πριν από ένα ντέρμπι με την Ιντερ, όταν προερχόταν από τραυματισμό: «Θα δώσω στο γήπεδο όλες μου τις δυνάμεις. Και εάν αυτές δεν είναι αρκετές, τότε θα φροντίσω να βρω περισσότερες!» Κάπως έτσι μετατράπηκε δικαιωματικά σε ένα από τα μεγάλα σύγχρονα σύμβολα της Γιουβέντους. Για τούτα και για το ότι έβαλε την αγαπημένη του ομάδα πάνω και από την δική του καριέρα, καθώς το καλοκαίρι του 2006, μετά την απόφαση για την τιμωρία-υποβιασμό έσπευδε με καμάρι να δηλώσει: «Τα πράγματα είναι απλά. Οι παίκτες θα φύγουν, οι άντρες θα μείνουν!» και ήταν ο δεύτερος μετά τον Ντελ Πιέρο που φρόντιζε να επιβεβαιώσει τρανταχτά την παραμονή του.
Ο τρόπος που αγωνιζόταν, η πώρωση που έβγαζε και ο τρόπος που παρέσερνε τους συμπαίκτες του, ήταν που έκανε τους οπαδούς των Μπιανκονέρι να τον αποκαλέσουν «grinta Juve» (σ.σ.: grinta-οργή), θέλοντας να υποδηλώσουν ότι τα ουρλιαχτά στους πανηγυρισμούς του απέδιδαν επακριβώς το συναίσθημα που έκανε την εξέδρα να παίρνει φωτιά. Μία φωτιά που όμως δεν ήταν εκεί για να την... ανάψει στο μεγαλύτερο ραντεβού, από το οποίο απουσίασε. Η εικόνα του, όπως είναι στα γόνατα, μην μπορώντας να συνειδητοποιήσει ότι από πάνω του ο Ουρς Μέγιερ εξαντλεί το γράμμα του νόμου, για εκείνο ανούσιο τάκλιν στον Στιβ ΜακΜάναμαν, θα βρίσκεται πάντα εκεί για να στοιχειώνει τα όνειρα: τα δικά του, των Γιουβεντίνων που αποχώρησαν θλιμμένοι από τον τελικό του «Ολντ Τράφορντ» (2003), αλλά και όλων εμάς των ουδέτερων που εκείνη την χρονιά τον τοποθετήσαμε στο δικό μας Πάνθεον!
Και να φανταστεί κανείς ότι όταν αρχικά τον πήρε τηλέφωνο ο Λουτσάνο Μότζι, εκείνος έδειξε απροθυμία για να μετακομίσει στο Τορίνο: «Εδώ στη Ρώμη έχει πολύ ωραία γήπεδα γκολφ και δεν θα ήθελα να φύγω», ήταν η απάντηση του, καθώς ήταν τρελαμένος για αυτό το άθλημα με το μπαστουνάκι. Φυσικά Μότζι ήταν αυτός και δεν θα το έβαζε κάτω. Του είπε λοιπόν πως θα του έστελνε ελικόπτερο να τον μεταφέρει στο Τορίνο, ώστε να δει και τα δικά τους γήπεδα. Ο αστικός μύθος εκείνης της μεταγραφής, θέλει ωστόσο, τον πιο διαβόητο άνδρα του Calcio να παίρνει ταυτόχρονα τηλ. τον πρόεδρο της Λάτσιο, Σέρζιο Κρανιότι και αν του εξηγεί ορθά κοφτά ότι: «σε 24 ώρες θα μου πουλήσεις τον Νέντβεντ». Φυσικά ο Τσέχος δεν είδε κανένα γήπεδο γκολ στο Πιεμόντε. Αλλωστε η αλήθεια είναι πως με τον Μότζι δεν είχε και επιλογή...
Κάπως έτσι λοιπόν ο Πάβελ Νέντβεντ έκανε αυτό που ελάχιστοι περίμεναν. Κατάφερε όχι απλά να αντικαταστήσει στο χορτάρι και στις καρδιές των πιστών της Γιουβέντους τον Ζινεντίν Ζιντάν, αλλά να αναγκάζει ακόμα και σήμερα ορισμένους τρελούς οπαδούς της να τον βάζουν πιο πάνω ακόμα και από τον Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο. Εγώ πάντως γνωρίζω έναν που το κάνει. Εσείς... ;
*Πηγή: gazzetta.gr*
Προσωπικά πάντως η πρώτη γνωριμία μαζί του έγινε όταν ήταν ακόμα κοντοκουρεμένος και το μαλλί του δεν λαμπύριζε, ώστε να με κάνει να ακολουθώ τις κινήσεις του. Και που να τον ήξερα δηλαδή νωρίτερα; Στην Σπάρτα Πράγας έπαιζε, αλλά εκείνο το καλοκαίρι φρόντισε να συστηθεί σε όλον τον κόσμο. Γενικότερα στα γήπεδα της Αγγλίας για το EURO του 1996 έκανε τρελά πράγματα. Παρέα με τους Πάτρικ Μπέργκερ, Κάρελ Πομπόρσκι, Βλάντιμιρ Σμίτσερ, Μίροσλαβ Κάντλετς συνέβαλε στο να φτάσει η Τσεχοσλοβακία έως τον τελικό. Ωστόσο, η πιο ειδική του στιγμή, με την οποία μου έμεινε σαν εικόνα στο μυαλό, ήταν όταν έκανε το 1-0 στη νίκη (2-1) επί της Ιταλίας. Ενα γκολ που ίσως και να είναι το πιο απλό απ' όσα έχει πετύχει (και που πολύ πιθανόν να του έδωσε και το εισιτήριο για τη Λάτσιο, όπου μετακόμισε λίγες ημέρες αργότερα).
Και έχει βάλει πολλά από δαύτα, με κάθε πιθανό ή απίθανο τρόπο. Για την ακρίβεια μπορούσε να κάνει τα πάντα στο γήπεδο. Δεν διέθετε ξεχωριστά την μαγεία του Ζιντάν, τη δύναμη του Ντάβιντς, το άγγιγμα της μπάλας του Πλατινί, το σλάλομ του Ροναλντίνιο, την τωρινή δύναμη του Κριστιάνο Ρονάλντο ή τον τρόπο να ελίσσεται όπως ο Μέσι. Την ίδια στιγμή όμως σου έδινε την εντύπωση πως τα είχε όλα αυτά μαζί σε ένα εκπληκτικό πακέτο που η δική μας γενιά δεν έχει ξανασυναντήσει και ίσως μόνο οι παλιοί να έχουν να διηγηθούν κάτι αντίστοιχο, από την εποχή που δεν υπήρχε καν η εικόνα. Ο Νέντβετ ήταν ό,τι πιο ροκ έχει παρουσιαστεί στο χορτάρι από την εποχή του Ντιέγκο Μαραντόνα και ακόμα και από εκείνον τολμώ να... βλασφημήσω πως υπήρξε πιο ολοκληρωμένος (σ.σ.: προς... Θεού όχι καλύτερος)!
Το πιο απίθανο με την περίπτωση του όμως ήταν πως ξεκίνησε ως «ατάλαντος». Αυτό τουλάχιστον ήταν το σχόλιο του πρωταθλητή Ευρώπης του 1976 με την Τσεχοσλοβακία, Κάρολ Ντομπίας, ο ο οποίος το 1992 αρθρογραφούσε σε εφημερίδα και κλήθηκε να ασχοληθεί με τον πιτσιρικά τότε συμπατριώτη του, που μόλις είχε μετακομίσει από τη μία ομάδα της Πράγας (την Ντούκλα) στην άλλη (στη Σλάβια): «Δεν βλέπω κάτι ιδιαίτερο σε αυτόν τον νεαρό. Δεν θα πόνταρα τα χρήματα μου πως θα έχει σπουδαίο μέλλον!» Θα νομίζει κανείς ότι ο Ντομπίας ήταν... ο άμπαλος, αλλά το σχόλιο του είχε αρκετή δόση αλήθειας, με βάση πάντα το τι έβλεπε εκείνος τότε. Αθελα του όμως επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη του 20χρονου τότε Πάβελ. Αυτό το τελευταίο το έχει παραδεχτεί ο ίδιος ο Νέντβεντ, που σε μία συνέντευξη του είχε δηλώσει πως: «Αυτό που είχε πει ο Ντομπίας με είχε πεισμώσει όσο τίποτ' άλλο σε όλη την καριέρα μου. Οταν το διάβασα, αποφάσισα ότι θα δουλέψω σκληρά, ώστε να διαψεύσω όσους δεν πίστεψαν σε μένα!»
Το είπε λοιπόν και το έκανε. Το σχέδιο του δεν περιλάμβανε ξεκούραση και διακοπές. Και αντίθετα απ' ότι θα πίστευε κανείς, κάθε καλοκαίρι δούλευε ολοένα και περισσότερο. Χαρακτηριστική είναι μία ιστορία απ' όταν πήρε μεταγραφή στη Γιουβέντους. Δεν πήγε πουθενά για να το γλεντήσει, μα μετακόμισε απ' ευθείας στο προπονητικό κέντρο, όπου δεν σταμάτησε να βελτιώνεται, ενώ όλοι οι υπόλοιποι έκαναν ηλιοθεραπεία. Αυτό ήταν που με το καλημέρα έκανε τους tifosi, αλλά και τους νέους συμπαίκτες του να τον λατρέψουν. Δουλειά, προπόνηση, ιδρώτας, αυτοθυσία, αυταπάρνηση. Αυτά σε συνδυασμό με τα δύο εκπληκτικά πόδια που έπειτα από τόσες και τόσες γκολάρες, κανείς δεν έχει καταλάβει εάν ήταν τελικά το καλό του πόδι ήταν το ζερβό ή το άλλο...
Μία φορά και έναν καιρό ο Σβεν Γκόραν Ερικσον, στους πανηγυρισμούς για το σκουντέτο του 2000 με τη Λάτσιο, είχε πει ότι ο Νέντβεντ ήταν «ο πιο αντισυμβατικός και ασυνήθιστος μέσος που είχε γνωρίσει ποτέ». Τούτο φυσικά ήταν και το τεράστιο παράσημο της καριέρας του: ότι ξεπερνούσε το φυσιολογικό, το τυπικό. Μπορούσε να παίξει παντού και να κάνει τα πάντα. Ως box to box, 10άρι, deep-lying playmaker, δεύτερος επιθετικός και στις δύο πλευρές ως εξτρέμ ή χαφ, ενώ έχει βρεθεί ακόμα και κόφτης σε περιπτώσεις ανάγκης. Ολα τα έκανε τόσο τέλεια, ώστε να μην μπορείς πραγματικά να πεις με σιγουριά ποια ήταν η αγαπημένη του θέση και που απέδιδε καλύτερα. Το ότι ανταποκρινόταν παντού, οφειλόταν στον απόλυτο συνδυασμό ταχύτητας, τεχνικής, αντοχής, την εξαιρετική σχέση του με τα δίχτυα, μα πάνω απ' όλα στην επιθυμία του να δίνει πάντοτε όλα.
Χαρακτηριστικό αυτού του τελευταίου στοιχείου που είχε να κάνει με την αυταπάρνηση του, ήταν μία δήλωση του πριν από ένα ντέρμπι με την Ιντερ, όταν προερχόταν από τραυματισμό: «Θα δώσω στο γήπεδο όλες μου τις δυνάμεις. Και εάν αυτές δεν είναι αρκετές, τότε θα φροντίσω να βρω περισσότερες!» Κάπως έτσι μετατράπηκε δικαιωματικά σε ένα από τα μεγάλα σύγχρονα σύμβολα της Γιουβέντους. Για τούτα και για το ότι έβαλε την αγαπημένη του ομάδα πάνω και από την δική του καριέρα, καθώς το καλοκαίρι του 2006, μετά την απόφαση για την τιμωρία-υποβιασμό έσπευδε με καμάρι να δηλώσει: «Τα πράγματα είναι απλά. Οι παίκτες θα φύγουν, οι άντρες θα μείνουν!» και ήταν ο δεύτερος μετά τον Ντελ Πιέρο που φρόντιζε να επιβεβαιώσει τρανταχτά την παραμονή του.
Ο τρόπος που αγωνιζόταν, η πώρωση που έβγαζε και ο τρόπος που παρέσερνε τους συμπαίκτες του, ήταν που έκανε τους οπαδούς των Μπιανκονέρι να τον αποκαλέσουν «grinta Juve» (σ.σ.: grinta-οργή), θέλοντας να υποδηλώσουν ότι τα ουρλιαχτά στους πανηγυρισμούς του απέδιδαν επακριβώς το συναίσθημα που έκανε την εξέδρα να παίρνει φωτιά. Μία φωτιά που όμως δεν ήταν εκεί για να την... ανάψει στο μεγαλύτερο ραντεβού, από το οποίο απουσίασε. Η εικόνα του, όπως είναι στα γόνατα, μην μπορώντας να συνειδητοποιήσει ότι από πάνω του ο Ουρς Μέγιερ εξαντλεί το γράμμα του νόμου, για εκείνο ανούσιο τάκλιν στον Στιβ ΜακΜάναμαν, θα βρίσκεται πάντα εκεί για να στοιχειώνει τα όνειρα: τα δικά του, των Γιουβεντίνων που αποχώρησαν θλιμμένοι από τον τελικό του «Ολντ Τράφορντ» (2003), αλλά και όλων εμάς των ουδέτερων που εκείνη την χρονιά τον τοποθετήσαμε στο δικό μας Πάνθεον!
Και να φανταστεί κανείς ότι όταν αρχικά τον πήρε τηλέφωνο ο Λουτσάνο Μότζι, εκείνος έδειξε απροθυμία για να μετακομίσει στο Τορίνο: «Εδώ στη Ρώμη έχει πολύ ωραία γήπεδα γκολφ και δεν θα ήθελα να φύγω», ήταν η απάντηση του, καθώς ήταν τρελαμένος για αυτό το άθλημα με το μπαστουνάκι. Φυσικά Μότζι ήταν αυτός και δεν θα το έβαζε κάτω. Του είπε λοιπόν πως θα του έστελνε ελικόπτερο να τον μεταφέρει στο Τορίνο, ώστε να δει και τα δικά τους γήπεδα. Ο αστικός μύθος εκείνης της μεταγραφής, θέλει ωστόσο, τον πιο διαβόητο άνδρα του Calcio να παίρνει ταυτόχρονα τηλ. τον πρόεδρο της Λάτσιο, Σέρζιο Κρανιότι και αν του εξηγεί ορθά κοφτά ότι: «σε 24 ώρες θα μου πουλήσεις τον Νέντβεντ». Φυσικά ο Τσέχος δεν είδε κανένα γήπεδο γκολ στο Πιεμόντε. Αλλωστε η αλήθεια είναι πως με τον Μότζι δεν είχε και επιλογή...
Κάπως έτσι λοιπόν ο Πάβελ Νέντβεντ έκανε αυτό που ελάχιστοι περίμεναν. Κατάφερε όχι απλά να αντικαταστήσει στο χορτάρι και στις καρδιές των πιστών της Γιουβέντους τον Ζινεντίν Ζιντάν, αλλά να αναγκάζει ακόμα και σήμερα ορισμένους τρελούς οπαδούς της να τον βάζουν πιο πάνω ακόμα και από τον Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο. Εγώ πάντως γνωρίζω έναν που το κάνει. Εσείς... ;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου