Ποτέ δεν ήταν ένα απ’ τα όνειρά μου να γίνω οικονομολόγος εκ του προχείρου. Γράφει ο Φοίβος Δεληβοριάς.
Και φέτος -που δεν υπάρχει παρέα, σίριαλ, εναλλακτικό γκρουπάκι,
ανώνυμος σχολιαστής στο YouTube, που να μην εποφθαλμιά έστω και για μια
νύχτα τις δάφνες αυτού του ρόλου- δεν βρίσκω ούτε έναν ελάχιστα σοβαρό
λόγο για να μετακινηθώ απ’ την τάση μου αυτή.
Μεγάλωσα σε μια κοινωνία, που –όπως όλες οι υπόλοιπες μεταμαρξιστικές και μεταφιλελεύθερες δυτικές κοινωνίες-, έδινε στα λεφτά μια θέση σχεδόν μεταφυσική. Δεν έχει σημασία αν βλέπαμε στην ΤV του ‘80 το «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», τη «Συνοικία το όνειρο», ή τη «Δυναστεία».Ούτε αν χορεύαμε στις οικογενειακές συγκεντρώσεις και στα πάρτι το «Θα τα κάψω τα λεφτά μου», τη «Δραπετσώνα», ή το «Money, money, money»: τα λεφτά έδειχναν να είναι για το συλλογικό μας ασυνείδητο, το μοναδικό πράγμα που παράγει ενέργεια, το «να τα’χεις» ή «να μην τα’χεις» η μοναδική διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε «μας» και τους «άλλους».
Θα μου πεις, αυτή η διαχωριστική γραμμή επιβάλλεται έτσι κι αλλιώς από τους «έχοντες» σε κάθε ιστορική περίοδο και με κάθε δυνατό τρόπο. To πιστεύω. Δεν πιστεύω όμως με τίποτα –όσο κι αν θέλουν να με πείσουν οι μεγάλοι οικονομολόγοι του 19ου αιώνα- πως τα λεφτά μπορούν να πάρουν πραγματικά τον ρόλο της φύσης, τον ρόλο του «Θεού» για τον πάντοτε απελπισμένο και ανικανοποίητο άνθρωπο.
Αν το πιστέψω, θα εξηγήσω φυσικά αρκετά πράγματα, όχι όμως και την ποιητική δύναμη, τη δύναμη της ανθρώπινης φωνής, την παράδοξη σε κάθε γενιά διαδικασία που γκρεμίζει τις βεβαιότητες και τα «κατασταλάγματα» των προηγουμένων. Αυτή η δύναμη, αλάνθαστα και μέσα στους αιώνες, δεν σταμάτησε ποτέ να δημιουργεί διαδόχους.
Ακόμα και σε μια χώρα σαν και τη δικιά μας, εξ υπαρχής (και επιπόλαια) δανειζόμενη και υποχρεωμένη στους ισχυρούς, μορφές σαν αυτή του Σολωμού, του Παπαδιαμάντη, του Μπουζιάνη, του Τσαρούχη, του Χατζιδάκι, του Εγγονόπουλου, του Χρήστου, του Κωνσταντινίδη, του Λορεντζάτου ή του Βακαλόπουλου, όχι μόνο υπήρξαν, αλλά έδρασαν και εντελώς παράλληλα τόσο με τις νεοπλουτίστικες επιδείξεις της «Μεγάλης, ισχυρής Ελλάδας», όσο και με την καμπούρικη μοίρα του χρεωμένου.
Αυτού του τύπου τα πρόσωπα, όπως και όλα τα αντίστοιχά τους σε όλους τους τόπους, θα είναι πάντα στη θέση τους για να συμβολίζουν τον άνθρωπο που δημιουργεί ερήμην των συνθηκών, τον άνθρωπο που δημιουργεί αγορές και όχι αυτόν που υποτάσσεται στη λογική τους (ή απλώς τους αντιστέκεται).
Στα χρόνια της μεγάλης φούσκας, χιλιάδες γέμιζαν τα κέντρα της παραλιακής τραγουδώντας «Όλα τα λεφτά, μωρό μου». Στα χρόνια της επιβεβλημένης από τις τράπεζες κρίσης, χιλιάδες πάλι αναλαμβάνουν αυτόκλητα τον ρόλο του χορωδού σε συνθήματα τύπου «φέρτε πίσω τα λεφτά».
Και στις δύο περιπτώσεις, σου’ρχονται στο μυαλό οι στίχοι: «Είναι κι αυτή μια στάσις. Νιώθεται.»
Πρέπει, όμως, κάποτε να φύγουμε απ’αυτές τις δύο πλευρές της ίδιας στάσης: από το πάντα μίζερο –ακόμα κι όταν καλοπερνάει- χαμηλοκοίταγμα της «μεταφυσικής του χρήματος». Αυτό –κι όχι από μόνες τους οι τράπεζες και οι Μεγάλοι Ρυθμιστές- θα διαιωνίζει την αθλιότητα των πολιτικών που επιλέγουμε και την αδρανή, επαναλαμβανόμενη ρίμα των δημιουργημάτων μας.
«The money does not contain energy», έγραφε προσπαθώντας να απαντήσει στους αυτοσχέδιους οικονομολόγους μιας άλλης κρίσης ο Έζρα Πάουντ. Αν πιστεύουμε πως το χρήμα είναι το ίδιο ο φορέας της ενέργειας, όσο ανατρεπτικοί και να το παίζουμε στις παρέες, στις πλατείες και στην μπλογκόσφαιρα, θα αγωνιζόμαστε απλώς για να μείνουν όλα ίδια. Θα «αντιστεκόμαστε», δηλ., όπως διάβαζα προχτές σε μιαν αφίσα, «μέχρι να πληρωθούμε».
Πηγή: protagon.gr
Μεγάλωσα σε μια κοινωνία, που –όπως όλες οι υπόλοιπες μεταμαρξιστικές και μεταφιλελεύθερες δυτικές κοινωνίες-, έδινε στα λεφτά μια θέση σχεδόν μεταφυσική. Δεν έχει σημασία αν βλέπαμε στην ΤV του ‘80 το «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», τη «Συνοικία το όνειρο», ή τη «Δυναστεία».Ούτε αν χορεύαμε στις οικογενειακές συγκεντρώσεις και στα πάρτι το «Θα τα κάψω τα λεφτά μου», τη «Δραπετσώνα», ή το «Money, money, money»: τα λεφτά έδειχναν να είναι για το συλλογικό μας ασυνείδητο, το μοναδικό πράγμα που παράγει ενέργεια, το «να τα’χεις» ή «να μην τα’χεις» η μοναδική διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε «μας» και τους «άλλους».
Θα μου πεις, αυτή η διαχωριστική γραμμή επιβάλλεται έτσι κι αλλιώς από τους «έχοντες» σε κάθε ιστορική περίοδο και με κάθε δυνατό τρόπο. To πιστεύω. Δεν πιστεύω όμως με τίποτα –όσο κι αν θέλουν να με πείσουν οι μεγάλοι οικονομολόγοι του 19ου αιώνα- πως τα λεφτά μπορούν να πάρουν πραγματικά τον ρόλο της φύσης, τον ρόλο του «Θεού» για τον πάντοτε απελπισμένο και ανικανοποίητο άνθρωπο.
Αν το πιστέψω, θα εξηγήσω φυσικά αρκετά πράγματα, όχι όμως και την ποιητική δύναμη, τη δύναμη της ανθρώπινης φωνής, την παράδοξη σε κάθε γενιά διαδικασία που γκρεμίζει τις βεβαιότητες και τα «κατασταλάγματα» των προηγουμένων. Αυτή η δύναμη, αλάνθαστα και μέσα στους αιώνες, δεν σταμάτησε ποτέ να δημιουργεί διαδόχους.
Ακόμα και σε μια χώρα σαν και τη δικιά μας, εξ υπαρχής (και επιπόλαια) δανειζόμενη και υποχρεωμένη στους ισχυρούς, μορφές σαν αυτή του Σολωμού, του Παπαδιαμάντη, του Μπουζιάνη, του Τσαρούχη, του Χατζιδάκι, του Εγγονόπουλου, του Χρήστου, του Κωνσταντινίδη, του Λορεντζάτου ή του Βακαλόπουλου, όχι μόνο υπήρξαν, αλλά έδρασαν και εντελώς παράλληλα τόσο με τις νεοπλουτίστικες επιδείξεις της «Μεγάλης, ισχυρής Ελλάδας», όσο και με την καμπούρικη μοίρα του χρεωμένου.
Αυτού του τύπου τα πρόσωπα, όπως και όλα τα αντίστοιχά τους σε όλους τους τόπους, θα είναι πάντα στη θέση τους για να συμβολίζουν τον άνθρωπο που δημιουργεί ερήμην των συνθηκών, τον άνθρωπο που δημιουργεί αγορές και όχι αυτόν που υποτάσσεται στη λογική τους (ή απλώς τους αντιστέκεται).
Στα χρόνια της μεγάλης φούσκας, χιλιάδες γέμιζαν τα κέντρα της παραλιακής τραγουδώντας «Όλα τα λεφτά, μωρό μου». Στα χρόνια της επιβεβλημένης από τις τράπεζες κρίσης, χιλιάδες πάλι αναλαμβάνουν αυτόκλητα τον ρόλο του χορωδού σε συνθήματα τύπου «φέρτε πίσω τα λεφτά».
Και στις δύο περιπτώσεις, σου’ρχονται στο μυαλό οι στίχοι: «Είναι κι αυτή μια στάσις. Νιώθεται.»
Πρέπει, όμως, κάποτε να φύγουμε απ’αυτές τις δύο πλευρές της ίδιας στάσης: από το πάντα μίζερο –ακόμα κι όταν καλοπερνάει- χαμηλοκοίταγμα της «μεταφυσικής του χρήματος». Αυτό –κι όχι από μόνες τους οι τράπεζες και οι Μεγάλοι Ρυθμιστές- θα διαιωνίζει την αθλιότητα των πολιτικών που επιλέγουμε και την αδρανή, επαναλαμβανόμενη ρίμα των δημιουργημάτων μας.
«The money does not contain energy», έγραφε προσπαθώντας να απαντήσει στους αυτοσχέδιους οικονομολόγους μιας άλλης κρίσης ο Έζρα Πάουντ. Αν πιστεύουμε πως το χρήμα είναι το ίδιο ο φορέας της ενέργειας, όσο ανατρεπτικοί και να το παίζουμε στις παρέες, στις πλατείες και στην μπλογκόσφαιρα, θα αγωνιζόμαστε απλώς για να μείνουν όλα ίδια. Θα «αντιστεκόμαστε», δηλ., όπως διάβαζα προχτές σε μιαν αφίσα, «μέχρι να πληρωθούμε».
Πηγή: protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου