Για
να μείνει ένας προπονητής δύο ολόκληρα χρόνια στον Ολυμπιακό (για την
ακρίβεια μία γεμάτη σεζόν κι από δύο μισές), δεν μπορεί παρά να είναι
ένας καλός προπονητής. Ξεκινάμε λοιπόν από το ότι ο Μίτσελ είναι ένας
καλός προπονητής, που άλλωστε ήρθε από ένα σύλλογο σαν τη Σεβίλη.
Κανείς μας δεν θα ξεχάσει τις μεγάλες βραδιές της
πλειοψηφίας των ευρωπαϊκών αγώνων του Ολυμπιακού, που με τον Ισπανό στον
πάγκο έπαιζε συνήθως στα ίσα κάθε αντίπαλο ακόμη και το πιο μεγάλο
όνομα. Ούτε το 4-0 επί του ΠΑΟΚ και την περσινή κατάκτηση του τίτλου με
διαφορά 17 βαθμών από το δεύτερο. Ούτε την ανάδειξη νέων ιδίως Ελλήνων
ποδοσφαιριστών.
Όμως, το ζητούμενο τώρα που έφυγε, είναι να επιχειρήσουμε να δούμε γιατί κατά βάθος ο Ολυμπιακός πήρε την απόφαση και τον αντικατέστησε. Και επειδή είναι ωραία και πιασάρικα αυτά που συνήθως βρίσκουμε κάθε φορά να πούμε για ένα προπονητή που φεύγει, νομίζω ότι πιο σοβαρό είναι να κάνουμε μία μελέτη σε αγωνιστικό επίπεδο του Ολυμπιακού μέσα στη διετία του Μίτσελ, με τους 92 αγώνες σε όλες τις διοργανώσεις. Και να «μιλήσουμε» με δεδομένα και στοιχεία, όχι με αερολογίες.
Και μέσα από αυτή τη διαδικασία μπορούμε να εντοπίσουμε τρεις αδυναμίες της ομάδας, που εν τέλει την έφθειραν. Την ίδια και κατ΄ επέκταση τον προπονητή.
Πρώτη, η αδυναμία να «γυρίζει» σημαντικά παιχνίδια. Όταν ο Ολυμπιακός κατάφερνε να ανοίξει το σκορ, τότε εννιά φορές στις δέκα ήταν όλα καλά. Όταν, όμως, προηγούνταν ο αντίπαλος, εκεί το ζόρι που τραβούσε ήταν μεγάλο. Για την Ευρώπη δεν το συζητάμε: έγινε 8 φορές, με αποτέλεσμα 8 ήττες! Αλλά και στην Ελλάδα, ανατροπή εις βάρος της σκορ η ομάδα έκανε εκτός έδρας μόνο με ομάδες όπως ο Πλατανιάς, ο Λεβαδειακός κι ο Εργοτέλης. Κι εντός έδρας μόνο με ΟΦΗ, ΠΑΣ (πέρσι, γιατί φέτος έμεινε στο 2-2), Ατρόμητο και Παναιτωλικό. Η πιο αξιοσημείωτη «ανατροπή» ήταν ο περιπετειώδης τελικός του κυπέλλου με τον Αστέρα.
Δεύτερη, η αδυναμία στους πιο δύσκολους εκτός έδρας αγώνες. Ο Ολυμπιακός αν βγάλεις τα τρία τεράστια αποτελέσματα που έφερε πέρσι κολλητά μέσα σε ένα μήνα, κολλητά με Άντερλεχτ 3-0, Μπενφίκα 1-1 και ΠΑΟ 1-0, μακριά από το Καραϊσκάκη είχε έξι ήττες στην Ευρώπη (μεταξύ αυτών με Λεβάντε και Μάλμε), ήττες στην Τούμπα (δύο φορές 1-2, 0-1), αλλά και σε Περιστέρι (0-1), Τρίπολη (1-2), Γιάννινα (0-2), ενώ δεν μπόρεσε να κερδίσει δύο φορές στο Αγρίνιο (0-0, 1-1), άλλες δύο στο Περιστέρι (0-0, 1-1) και μία στην Τρίπολη (0-0). Και σίγουρα δεν ήταν ευχάριστο που η ομάδα αποκλείστηκε στο Μάντσεστερ (0-3) έχοντας το 2-0 του πρώτου αγώνα, ούτε ότι βρέθηκε να κερδίζει στο 61' τη Γιουβέντους με 2-1 κι έχασε, στη μοναδική τέτοια ανατροπή της Κυρίας στα Κύπελλα Ευρώπης από το 2006.
Τρίτη, η αδυναμία να σπάει τις κλειστές άμυνες στο Καραϊσκάκη. Η συνέπεια ήταν να στραβώνουν αρκετά ντέρμπι (βλέπε 0-3 με ΠΑΟ, 0-0 με ΠΑΟΚ, 1-1 με ΠΑΟ, αλλά και το 2-1 του κυπέλλου με τον ΠΑΟΚ, που έπαιζε με 10 παίκτες από το 30’ και με διαμορφωμένο το σκορ), να φτάνουμε πλέον και σε σοκ όπως το 2-2 με τον ΠΑΣ, αλλά και πάρα πολλές νίκες επί μικρότερων ομάδων με φοβερό άγχος και «στο γκολ», που έφερναν γκρίνια στο Καραϊσκάκη.
Θα μπορούσε κάποιος να μιλήσει για ανάγκη ύπαρξης φέτος ενός καλύτερου ρόστερ. Το επιχείρημα, όμως, θα ήταν πιο ισχυρό σε ό,τι αφορά την ανάλυση της κατάστασης, εάν τα ίδια φετινά προβλήματα, δεν τα βλέπαμε και πέρσι, που π.χ. η ομάδα είχε Κάμπελ και Βάϊς (η, Πέρεζ) στα άκρα. Η, και πρόπερσι (στο μετά Ζαρντίμ β΄ κομμάτι της σεζόν) με Αμπντούν, Φετφατζίδη.
Αν τα βάλουμε κάτω όλα μαζί, θα δούμε ότι μάλλον το κλειδί που δεν έφερε το κάτι παραπάνω στον Ολυμπιακό επί Μίτσελ, ήταν η έλλειψη ισορροπίας. Ισορροπία μεταξύ αμυντικής κι επιθετικής λειτουργίας, ισορροπία μεταξύ ομάδας που πρέπει να κυριαρχήσει στην Ελλάδα και που πρέπει να παίξει ανταγωνιστικά στην Ευρώπη. Θα βοηθούσε σίγουρα αν οι αλλαγές στο ρόστερ δεν ήταν τόσο μεγάλες και στα δύο τελευταία καλοκαίρια, αλλά σίγουρα δεν είναι μόνο αυτό. Για παράδειγμα, η ομάδα χρειάζονταν γενικότερα πιο μεγάλη ένταση στο παιχνίδι της, κάτι που έχει να κάνει με το ρυθμό της προπόνησης…
Εν κατακλείδι, για το Μίτσελ, που πιστεύω ότι γενικά πραγματικά βοήθησε τον Ολυμπιακό κι ειδικά στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής προοπτικής του-όπως βέβαια βοηθήθηκε πολύ κι ο ίδιος από τον Ολυμπιακό-εμένα αυτό που έρχεται στο μυαλό μου είναι μία δήλωση-εξομολόγηση που είχα διαβάσει στον ισπανικό Τύπο ότι είχε κάνει, όταν απομακρύνθηκε από τη Σεβίλλη, ακριβώς πριν δύο χρόνια, τέτοια εποχή.
Τι είχε πει; Δεν μπορώ να σας το μεταφέρω ακριβώς, γιατί δεν το έχω στην μνήμη μου φρέσκο, αλλά κάπως έτσι: «Ίσως να είμαι καλύτερος στο να εξελίσσω παίκτες, παρά στο να εξελίσσω ομάδες»
ADVERTISEMENT
Όμως, το ζητούμενο τώρα που έφυγε, είναι να επιχειρήσουμε να δούμε γιατί κατά βάθος ο Ολυμπιακός πήρε την απόφαση και τον αντικατέστησε. Και επειδή είναι ωραία και πιασάρικα αυτά που συνήθως βρίσκουμε κάθε φορά να πούμε για ένα προπονητή που φεύγει, νομίζω ότι πιο σοβαρό είναι να κάνουμε μία μελέτη σε αγωνιστικό επίπεδο του Ολυμπιακού μέσα στη διετία του Μίτσελ, με τους 92 αγώνες σε όλες τις διοργανώσεις. Και να «μιλήσουμε» με δεδομένα και στοιχεία, όχι με αερολογίες.
Και μέσα από αυτή τη διαδικασία μπορούμε να εντοπίσουμε τρεις αδυναμίες της ομάδας, που εν τέλει την έφθειραν. Την ίδια και κατ΄ επέκταση τον προπονητή.
Πρώτη, η αδυναμία να «γυρίζει» σημαντικά παιχνίδια. Όταν ο Ολυμπιακός κατάφερνε να ανοίξει το σκορ, τότε εννιά φορές στις δέκα ήταν όλα καλά. Όταν, όμως, προηγούνταν ο αντίπαλος, εκεί το ζόρι που τραβούσε ήταν μεγάλο. Για την Ευρώπη δεν το συζητάμε: έγινε 8 φορές, με αποτέλεσμα 8 ήττες! Αλλά και στην Ελλάδα, ανατροπή εις βάρος της σκορ η ομάδα έκανε εκτός έδρας μόνο με ομάδες όπως ο Πλατανιάς, ο Λεβαδειακός κι ο Εργοτέλης. Κι εντός έδρας μόνο με ΟΦΗ, ΠΑΣ (πέρσι, γιατί φέτος έμεινε στο 2-2), Ατρόμητο και Παναιτωλικό. Η πιο αξιοσημείωτη «ανατροπή» ήταν ο περιπετειώδης τελικός του κυπέλλου με τον Αστέρα.
Δεύτερη, η αδυναμία στους πιο δύσκολους εκτός έδρας αγώνες. Ο Ολυμπιακός αν βγάλεις τα τρία τεράστια αποτελέσματα που έφερε πέρσι κολλητά μέσα σε ένα μήνα, κολλητά με Άντερλεχτ 3-0, Μπενφίκα 1-1 και ΠΑΟ 1-0, μακριά από το Καραϊσκάκη είχε έξι ήττες στην Ευρώπη (μεταξύ αυτών με Λεβάντε και Μάλμε), ήττες στην Τούμπα (δύο φορές 1-2, 0-1), αλλά και σε Περιστέρι (0-1), Τρίπολη (1-2), Γιάννινα (0-2), ενώ δεν μπόρεσε να κερδίσει δύο φορές στο Αγρίνιο (0-0, 1-1), άλλες δύο στο Περιστέρι (0-0, 1-1) και μία στην Τρίπολη (0-0). Και σίγουρα δεν ήταν ευχάριστο που η ομάδα αποκλείστηκε στο Μάντσεστερ (0-3) έχοντας το 2-0 του πρώτου αγώνα, ούτε ότι βρέθηκε να κερδίζει στο 61' τη Γιουβέντους με 2-1 κι έχασε, στη μοναδική τέτοια ανατροπή της Κυρίας στα Κύπελλα Ευρώπης από το 2006.
Τρίτη, η αδυναμία να σπάει τις κλειστές άμυνες στο Καραϊσκάκη. Η συνέπεια ήταν να στραβώνουν αρκετά ντέρμπι (βλέπε 0-3 με ΠΑΟ, 0-0 με ΠΑΟΚ, 1-1 με ΠΑΟ, αλλά και το 2-1 του κυπέλλου με τον ΠΑΟΚ, που έπαιζε με 10 παίκτες από το 30’ και με διαμορφωμένο το σκορ), να φτάνουμε πλέον και σε σοκ όπως το 2-2 με τον ΠΑΣ, αλλά και πάρα πολλές νίκες επί μικρότερων ομάδων με φοβερό άγχος και «στο γκολ», που έφερναν γκρίνια στο Καραϊσκάκη.
Θα μπορούσε κάποιος να μιλήσει για ανάγκη ύπαρξης φέτος ενός καλύτερου ρόστερ. Το επιχείρημα, όμως, θα ήταν πιο ισχυρό σε ό,τι αφορά την ανάλυση της κατάστασης, εάν τα ίδια φετινά προβλήματα, δεν τα βλέπαμε και πέρσι, που π.χ. η ομάδα είχε Κάμπελ και Βάϊς (η, Πέρεζ) στα άκρα. Η, και πρόπερσι (στο μετά Ζαρντίμ β΄ κομμάτι της σεζόν) με Αμπντούν, Φετφατζίδη.
Αν τα βάλουμε κάτω όλα μαζί, θα δούμε ότι μάλλον το κλειδί που δεν έφερε το κάτι παραπάνω στον Ολυμπιακό επί Μίτσελ, ήταν η έλλειψη ισορροπίας. Ισορροπία μεταξύ αμυντικής κι επιθετικής λειτουργίας, ισορροπία μεταξύ ομάδας που πρέπει να κυριαρχήσει στην Ελλάδα και που πρέπει να παίξει ανταγωνιστικά στην Ευρώπη. Θα βοηθούσε σίγουρα αν οι αλλαγές στο ρόστερ δεν ήταν τόσο μεγάλες και στα δύο τελευταία καλοκαίρια, αλλά σίγουρα δεν είναι μόνο αυτό. Για παράδειγμα, η ομάδα χρειάζονταν γενικότερα πιο μεγάλη ένταση στο παιχνίδι της, κάτι που έχει να κάνει με το ρυθμό της προπόνησης…
Εν κατακλείδι, για το Μίτσελ, που πιστεύω ότι γενικά πραγματικά βοήθησε τον Ολυμπιακό κι ειδικά στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής προοπτικής του-όπως βέβαια βοηθήθηκε πολύ κι ο ίδιος από τον Ολυμπιακό-εμένα αυτό που έρχεται στο μυαλό μου είναι μία δήλωση-εξομολόγηση που είχα διαβάσει στον ισπανικό Τύπο ότι είχε κάνει, όταν απομακρύνθηκε από τη Σεβίλλη, ακριβώς πριν δύο χρόνια, τέτοια εποχή.
Τι είχε πει; Δεν μπορώ να σας το μεταφέρω ακριβώς, γιατί δεν το έχω στην μνήμη μου φρέσκο, αλλά κάπως έτσι: «Ίσως να είμαι καλύτερος στο να εξελίσσω παίκτες, παρά στο να εξελίσσω ομάδες»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου