Δεν
είμαι από αυτούς που συνηθίζουν ή (ακόμη... χειρότερα) αρέσκονται να
κάνουν βούκινο την προσωπική ζωή και τις περιπέτειες τους, αλλά να που
σήμερα εκών άκων νιώθω την ανάγκη να τις μοιραστώ μαζί σας. Στο κάτω
κάτω της γραφής, δεν είναι άσχετες με το μπάσκετ, τουναντίον σε αυτό
οφείλονται!
Εδώ και καμιά τριανταριά ώρες (μαζί με τον συνάδερφο μου Ρήγα Δάρδαλη και τον τεχνικό Σπύρο Στουφή, ως τριμελής αποστολή του ΟΤΕ TV στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού) μπήκα εντελώς στο πετσί του ρόλο του Τομ Χανκς στην ταινία «Τhe Terminal». Δυστυχώς όμως σε αντίθεση με το σενάριο της κωμικοτραγικής κινηματογραφικής υπόθεσης του 2004, στη δική μας ιστορία δεν υπάρχει κάποια σαν την Κάθλιν Ζέτα Τζόουνς για να σπάει τη μονοτονία και τη βαρβατίλα!
Για να μην τα πολυλογώ και για να περάσω στο προκείμενο, είμαστε κι εμείς σαν τον Βίκτορ Ναβόρσκι τον ρόλο του οποίου ως βλακέντιου υπηκόου της Κρακοζίας υποδύεται με ιδανικό τρόπο ο Χανκς, που έμεινε έγκλειστος μέσα στο JFK της Νέας Υόρκης. Απλώς η δική μας χάρη δεν έφτασε στο «Μεγάλο Μήλο», αλλά περιορίστηκε πρώτα στο αεροδρόμιο (του στρατηγού) «Μίτσελ» του Μιλγουόκι και εν συνεχεία γύρω από το «Wayne County» του Ντητρόιτ με την ελπίδα ότι όπως ο Οδυσσέας θα φτάσουμε κάποτε κι εμείς στην Ιθάκη μας, που λέγεται Νέα Ορλεάνη!
Τόσο κρύο δεν έχω νιώσει και τόσο χιόνι δεν έχω δει μαζεμένο
σε όλη μου τη ζωή: τρεις μέρες στο Μιλγουόκι το θερμόμετρο 9εντυπωσιακό
ανεβασμένο μετά το -37 πριν από δυο εβδομάδες) βρισκόταν σταθερά κάτω
από τους -10 βαθμούς Κελσίου, ενώ στο Ντητρόιτ έχει λιγότερη ... δροσιά,
αλλά κι εδώ ο υδράργυρος βρίσκεται υπό το μηδέν. Σε όλα τα αεροδρόμιο
της από 'δω πλευράς γίνεται της κακομοίρας, οι αναβολές, οι ματαιώσεις
και οι μεγάλες καθυστερήσεις των πτήσεων είναι αλλεπάλληλες, οι ουρές
ατελείωτες και το καθεστώς ομηρίας στα αεροδρόμια απερίγραπτο και
πρωτοφανές, τουλάχιστον για εμάς τους καλομαθημένους στην καλοκαιρία
Ελληνες ταξιδιώτες.
Στον πηγαιμό έφτασα στο Μιλγουόκι χωρίς την... ατίθαση και δύστροπη βαλίτσα μου, ενώ χθες, μείναμε αιχμάλωτοι για επτά ώρες στο αεροδρόμιο της πρωτεύουσας του Γουϊσκόνσιν, περιμένοντας επί ματαίω να φύγει το αεροπλάνο για την Ατλάντα. Φιλήσαμε κατουρημένες ποδιές για να βρούμε μια θέση στην πτήση προς τη Νέα Ορλεάνη με ενδιάμεσο σταθμό το Ντητρόιτ, αλλά τζίφος! Το αεροπλάνο άργησε να απογειωθεί από το Μιλγουόκι προς το Ντητρόιτ διότι έπρεπε να καθαριστεί γύρω γύρω από τα χιόνια, στο μεταξύ υπάρχει διαφορά μιας ώρας ανάμεσα στις δυο πόλεις κι όταν πλέον φτάσαμε στη Μοtown, το μεγάλο πουλί που λέει και το παλιό ανέκδοτο με τους Πόντιους είχε κάνει στην κυριολεξία φτερά!
Φτάσαμε στο Ντητρόιτ στις τέσσερις το απόγευμα της Πέμπτης και γράφω αυτό το κείμενο ενώ είναι περασμλενα μεσάνυχτα και απομένουν άλλες επτά ώρες μέχρι την αναχώρηση της πτήσης για τη Νέα Ορλεάνη, μπας και βοηθήσει ο Θεός για να προλάβουμε τη μετάδοση του αγώνα των Rising Stars, στους οποίους φιγουράρει και ο Αντετοκούνμπο. Να ναι καλά ο Γιαννάκης, μεγάλη η χάρη του, ένεκα της οποίας διότι ελόγου τραβάμε όλων αυτόν των παθών μας τον τάραχον: εάν δεν είχαμε αποφασίσει να περάσουμε δυο μέρες μαζί του για μια ειδική εκπομπή αφιερωμένη στο success story του στο ΝΒΑ, θα ΄μασταν στην ώρα μας στη Νέα Ορλεάνη και να σαν χιονίζει, να σαν χιονίζει!
Αλλά ας μην είμαι αχάριστος: μόνο και μόνο για όλα όσα κατέγραψε η κάμερα και θα γίνουν ο καμβάς του αφιερώματος στον «Greek Freak», άξιζαν και ο κόπος και η ταλαιπωρία και η αιχμαλωσία στα αεροδρόμια και στα ξενοδοχεία και η...κωλοπιλάλα για να τον καμαρώσουμε (και να τον... μεταδώσουμε) στο All Star Weekend.
Εν τω μεταξύ νιώθω να με κυριεύουν η νοσταλγία και η συγκίνηση, διότι έτυχε όλη αυτή η ταξιδιωτική περιπέτεια να (ελπίζω να) καταλήγει στο Ντητρόιτ, όπου με έφερε το πρώτο υπερατλαντικό ταξίδι της ζωής μου και μυήθηκα στο ΝΒΑ. Ήταν 8 Μαίου του 1990 όταν ήρθα εδώ, με τρένο από τη στρατιωτική βάση του Μπόρντεν στον Καναδά, όπου βρισκόμουν ως σμηνίτης της Αεροπορίας υπηρετών στο ΑΣΑΕΔ (Ανώτατο Συμβούλιο Αθλητισμού Ενόοπλων Δυνάμεων) για να καλύψω δημοσιογραφικώς το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ανωμάλου Δρόμου του CISM, στο οποίο συμμετείχαν κορυφαίοι Ελληνες αθλητές εκείνης της εποχής, όπως ο Ψαθάς, ο Ανδριόπουλος, ο Χάτζιος και ο Τσιγέρογλου.
Τελείωσαν οι αγώνες κι επειδή η αποστολή θα αναχωρούσε από το Μπόρντεν μετά από δυο μέρες, ζήτησα άδεια από τον συνταγματάρχη που ηγείτο της αποστολής και «πετάχτηκα» έως το «Auburn HillsPalace» για να δώσω σάρκα και οστά σε ένα παιδικό όνειρο μου: να παρακολουθήσω από κοντά έναν αγώνα του ΝΒΑ!
Τότε βεβαίως το ΝΒΑ δεν το παρακολουθούσαμε καλά καλά ούτε από μακριά, αλλά τύχη αγαθή και σύμπτωση ευλογημένη με ευνόησαν για να εκπληρώσω αυτό το απωθημένο μου και μάλιστα όχι σε όποιον κι όποιον αγώνα, αλλά σε μια αναμέτρηση των πλέι οφς! Την είχα σημαδέψει στο ημερολόγιο μου και μολονότι τότε δεν υπήρχε Ιnternet και δεν ήμουν δα και δικτυωμένος για να ζητήσω διαπίστευση, μου βγήκαν σε καλό η άγνοια κινδύνου και το θράσος μου. Οντας ο... κανένας κι έχοντας μόνο την ταυτότητα του ΠΣΑΤ έφτασα στο γήπεδο λίγη ώρα πριν από την έναρξη του πρώτου ημιτελικού της Ανατολής ανάμεσα στους Πίστονς και στους Νικς, βιώνοντας απολύτως το «πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα»!
Η τόλμη μου επιβραβεύθηκε και όση ώρα έμεινα εκεί μου έτρεχαν τα σάλια από το θέαμα και την ατμόσφαιρα. Βεβαίως το ματς δεν είχε σασπένς, διότι καθ' οδόν προς τον πρώτο από τους δυο σερί τίτλους τους, οι «Βad Boys» του συχωρεμένου Τσακ Ντέιλι (ο οποίος μετά από τρία χρόνια κοουτσάρησε την αυθεντική «Dream Team» στο Ολυμπιακό Τουρνουά της Βαρκελώνης) έκαναν τη Νέα Υόρκη του αλατιού! Εκείνο το βράδυ επιβλήθηκαν με 112-77 και εντέλει «καθάρισαν» τους Νικς με 4-1, ενώ στη συνέχεια βγήκαν πρωταθλητές Ανατολής επικρατώντας των Μπουλς με 4-3 και κατέκτησαν τον τίτλο με 4-1 κόντρα στους Μπλέιζερς.
Για έναν 27χρονο Ελληνα δημοσιογράφο μα πάνω απ' όλα για έναν (στην κυριολεξία) ρέκτη του μπάσκετ αυτή η βραδιά υπήρξε συναρπαστική και μένει ανεξίτηλα χαραγμένη στη μνήμη και στην καρδιά μου. Θυμάμαι τα πάντα που έζησα τότε: την αγωνία μου για το αν θα μου δώσουν μια διαπίστευση, τον ενθουσιασμό μου όταν την πήρα στα χέρια μου, την ανυπομονησία μου να αρχίσει το ματς, τη χαρά μου όταν εισέβαλα στην μπουτίκ των Πίστονς (και μάλιστα κρατώ ακόμη ως ενθύμια μια τσάντα με το λογότυπο τους και ένα ζευγάρι κάλτσες που είχα αγοράσει), την έκπληξη μου όταν είδα τον μπουφέ που εν συνεχεία κατάλαβα ότι αποτελεί εθιμικό δίκαιο στο ΝΒΑ (το λεγόμενο Media Dining) και την μανία η οποία με κυρίευσε μαθαίνοντας ότι μπορούσα να μπω στα αποδυτήρια και να πάρω συνεντεύξεις από τους σούπερ σταρ των δυο ομάδων.
Wow!
Στο αραχνιασμένο αρχείο μου έχω κρατήσει έναν ολόκληρο φάκελο με τα δημοσιεύματα (στο «Τρίποντο» και στον «Ελεύθερο Τύπο») και τις φωτογραφίες από τα ρεπορτάζ που έκανα. Δεν τα κουβαλάω μαζί μου τώρα (άλλωστε δεν προβλεπόταν να περάσω, πολλώ δε μάλλον να ξαναδιανυκτερεύσω, όπως τότε, στο Ντητρόιτ) ωστόσο θυμάμαι με ακρίβεια τι περιλαμβάνει αυτό το φιλμ: την αφεντομουτσουνάρα μου να ποζάρει σε ένα πανοραμικό πλάνο στο γήπεδο με ένα γιγαντιαίο μπουκάλι Coca Cola και τα ενσταντανέ με τον Αϊζέα Τόμας, με τον Τζοε Ντούμαρς, με τον Μαρκ Αγκουάιρ, με τον «Microwave» Βίνι Τζόνσον, με τον Μπιλ Λαϊμπίρ, ακόμη και με τον δύσκολο και απρόβλεπτο Ντένις Ρόντμαν, το «σκουλήκι» (worm) που γνώριζε την αποθέωση από τους φιλάθλους των Πίστονς όταν γράπωνε τα ριμπάουντ.
Κάποιες φωτογραφίες βγήκαν κουνημένες, αλλά μπρος στα κάλλη τι ΄ναι ο πόνος! Toν περιστασιακό φωτογράφο τον ξανασυνάντησα μετά από έξι χρόνια στην Αθήνα, ως παίκτη του Παναθηναϊκού, στη δεύτερη σεζόν του Μάλκοβιτς και του είπα πάλι ένα μεγάλο «ευχαριστώ» για την προθυμία που έδειξε όταν τον παρακάλεσα να πάρει τη μηχανή και να τραβήξει εκείνες τις φωτογραφίες...
Τον Τζον Σάλεϊ εννοώ, που σαν μην έφτανε ότι ήταν φευγάτος από... ιδεολογία, έπεσε κιόλας πάνω στον Μάλκοβιτς και χαιρέτησε νωρίς!
Πρόλαβα επίσης να περάσω και μια βόλτα από τα αποδυτήρια των Νικς όπου είδα περίλυπους τον Πατ Γιούιν, τον (αδερφό του Ντομινίκ), Τζέραλντ Γουίλκινς, τον Τζόνι Νιούμαν, τον Μαρκ Τζάκσον, τον Τσαρλς Οκλεϊ, τον (αγαπημένο μου από την εποχή των Σίξερς) Μορίς Τσικς, τον Κένι «Sky» Γουόκερ και για να είμαι ειλικρινής φοβήθηκα να τους πλησιάσω μήπως και με αποπάρουν!
Περασμένα μεσάνυχτα και με βαριά καρδιά έφυγα από το γήπεδο και με τη βοήθεια του Υπεύθυνου του Γραφείου Τύπου των Πίστονς βρήκα ένα κοντινό μοτέλ για να κοιμηθώ μερικές ώρες και να σηκωθώ πρωί πρωί για να επιστρέψω στο Μπόρντεν κι από εκεί (πάμπλουτος από εικόνες, εμπειρίες και συναισθήματα) στην Αθήνα. Τότε δεν ήξερα, ούτε μπορούσα να φανταστώ εάν ο θεός και η επαγγελματική μοίρα θα με αξίωναν να ξαναταξιδέψω στην Αμερική. Σήμερα που έχουν περάσει πια 24 χρόνια από εκείνη τη βραδιά στην οποία ένιωσα σαν τον... Χριστόφορο Κολόμβο, όταν ανακάλυπτε την Αμερική, μακαρίζω την τύχη μου διότι έχω ξανακάνει αυτό το ταξίδι άλλες είκοσι δυο φορές και πάντοτε νιώθω την ίδια έκσταση...
Ακόμη και αυτή η στιγμή (μιάμιση μετά τα μεσάνυχτα εδώ, οκτώμισι το πρωϊ της Παρασκευής στην Ελλάδα) που όντας άγρυπνος και όμηρος στο Ντητρόιτ, παίζω τον ρόλο του Τομ Χανκς στο δικό μας «Τerminal»!
Εδώ και καμιά τριανταριά ώρες (μαζί με τον συνάδερφο μου Ρήγα Δάρδαλη και τον τεχνικό Σπύρο Στουφή, ως τριμελής αποστολή του ΟΤΕ TV στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού) μπήκα εντελώς στο πετσί του ρόλο του Τομ Χανκς στην ταινία «Τhe Terminal». Δυστυχώς όμως σε αντίθεση με το σενάριο της κωμικοτραγικής κινηματογραφικής υπόθεσης του 2004, στη δική μας ιστορία δεν υπάρχει κάποια σαν την Κάθλιν Ζέτα Τζόουνς για να σπάει τη μονοτονία και τη βαρβατίλα!
Για να μην τα πολυλογώ και για να περάσω στο προκείμενο, είμαστε κι εμείς σαν τον Βίκτορ Ναβόρσκι τον ρόλο του οποίου ως βλακέντιου υπηκόου της Κρακοζίας υποδύεται με ιδανικό τρόπο ο Χανκς, που έμεινε έγκλειστος μέσα στο JFK της Νέας Υόρκης. Απλώς η δική μας χάρη δεν έφτασε στο «Μεγάλο Μήλο», αλλά περιορίστηκε πρώτα στο αεροδρόμιο (του στρατηγού) «Μίτσελ» του Μιλγουόκι και εν συνεχεία γύρω από το «Wayne County» του Ντητρόιτ με την ελπίδα ότι όπως ο Οδυσσέας θα φτάσουμε κάποτε κι εμείς στην Ιθάκη μας, που λέγεται Νέα Ορλεάνη!
Στον πηγαιμό έφτασα στο Μιλγουόκι χωρίς την... ατίθαση και δύστροπη βαλίτσα μου, ενώ χθες, μείναμε αιχμάλωτοι για επτά ώρες στο αεροδρόμιο της πρωτεύουσας του Γουϊσκόνσιν, περιμένοντας επί ματαίω να φύγει το αεροπλάνο για την Ατλάντα. Φιλήσαμε κατουρημένες ποδιές για να βρούμε μια θέση στην πτήση προς τη Νέα Ορλεάνη με ενδιάμεσο σταθμό το Ντητρόιτ, αλλά τζίφος! Το αεροπλάνο άργησε να απογειωθεί από το Μιλγουόκι προς το Ντητρόιτ διότι έπρεπε να καθαριστεί γύρω γύρω από τα χιόνια, στο μεταξύ υπάρχει διαφορά μιας ώρας ανάμεσα στις δυο πόλεις κι όταν πλέον φτάσαμε στη Μοtown, το μεγάλο πουλί που λέει και το παλιό ανέκδοτο με τους Πόντιους είχε κάνει στην κυριολεξία φτερά!
Φτάσαμε στο Ντητρόιτ στις τέσσερις το απόγευμα της Πέμπτης και γράφω αυτό το κείμενο ενώ είναι περασμλενα μεσάνυχτα και απομένουν άλλες επτά ώρες μέχρι την αναχώρηση της πτήσης για τη Νέα Ορλεάνη, μπας και βοηθήσει ο Θεός για να προλάβουμε τη μετάδοση του αγώνα των Rising Stars, στους οποίους φιγουράρει και ο Αντετοκούνμπο. Να ναι καλά ο Γιαννάκης, μεγάλη η χάρη του, ένεκα της οποίας διότι ελόγου τραβάμε όλων αυτόν των παθών μας τον τάραχον: εάν δεν είχαμε αποφασίσει να περάσουμε δυο μέρες μαζί του για μια ειδική εκπομπή αφιερωμένη στο success story του στο ΝΒΑ, θα ΄μασταν στην ώρα μας στη Νέα Ορλεάνη και να σαν χιονίζει, να σαν χιονίζει!
Αλλά ας μην είμαι αχάριστος: μόνο και μόνο για όλα όσα κατέγραψε η κάμερα και θα γίνουν ο καμβάς του αφιερώματος στον «Greek Freak», άξιζαν και ο κόπος και η ταλαιπωρία και η αιχμαλωσία στα αεροδρόμια και στα ξενοδοχεία και η...κωλοπιλάλα για να τον καμαρώσουμε (και να τον... μεταδώσουμε) στο All Star Weekend.
Εν τω μεταξύ νιώθω να με κυριεύουν η νοσταλγία και η συγκίνηση, διότι έτυχε όλη αυτή η ταξιδιωτική περιπέτεια να (ελπίζω να) καταλήγει στο Ντητρόιτ, όπου με έφερε το πρώτο υπερατλαντικό ταξίδι της ζωής μου και μυήθηκα στο ΝΒΑ. Ήταν 8 Μαίου του 1990 όταν ήρθα εδώ, με τρένο από τη στρατιωτική βάση του Μπόρντεν στον Καναδά, όπου βρισκόμουν ως σμηνίτης της Αεροπορίας υπηρετών στο ΑΣΑΕΔ (Ανώτατο Συμβούλιο Αθλητισμού Ενόοπλων Δυνάμεων) για να καλύψω δημοσιογραφικώς το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ανωμάλου Δρόμου του CISM, στο οποίο συμμετείχαν κορυφαίοι Ελληνες αθλητές εκείνης της εποχής, όπως ο Ψαθάς, ο Ανδριόπουλος, ο Χάτζιος και ο Τσιγέρογλου.
Τελείωσαν οι αγώνες κι επειδή η αποστολή θα αναχωρούσε από το Μπόρντεν μετά από δυο μέρες, ζήτησα άδεια από τον συνταγματάρχη που ηγείτο της αποστολής και «πετάχτηκα» έως το «Auburn HillsPalace» για να δώσω σάρκα και οστά σε ένα παιδικό όνειρο μου: να παρακολουθήσω από κοντά έναν αγώνα του ΝΒΑ!
Τότε βεβαίως το ΝΒΑ δεν το παρακολουθούσαμε καλά καλά ούτε από μακριά, αλλά τύχη αγαθή και σύμπτωση ευλογημένη με ευνόησαν για να εκπληρώσω αυτό το απωθημένο μου και μάλιστα όχι σε όποιον κι όποιον αγώνα, αλλά σε μια αναμέτρηση των πλέι οφς! Την είχα σημαδέψει στο ημερολόγιο μου και μολονότι τότε δεν υπήρχε Ιnternet και δεν ήμουν δα και δικτυωμένος για να ζητήσω διαπίστευση, μου βγήκαν σε καλό η άγνοια κινδύνου και το θράσος μου. Οντας ο... κανένας κι έχοντας μόνο την ταυτότητα του ΠΣΑΤ έφτασα στο γήπεδο λίγη ώρα πριν από την έναρξη του πρώτου ημιτελικού της Ανατολής ανάμεσα στους Πίστονς και στους Νικς, βιώνοντας απολύτως το «πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα»!
Η τόλμη μου επιβραβεύθηκε και όση ώρα έμεινα εκεί μου έτρεχαν τα σάλια από το θέαμα και την ατμόσφαιρα. Βεβαίως το ματς δεν είχε σασπένς, διότι καθ' οδόν προς τον πρώτο από τους δυο σερί τίτλους τους, οι «Βad Boys» του συχωρεμένου Τσακ Ντέιλι (ο οποίος μετά από τρία χρόνια κοουτσάρησε την αυθεντική «Dream Team» στο Ολυμπιακό Τουρνουά της Βαρκελώνης) έκαναν τη Νέα Υόρκη του αλατιού! Εκείνο το βράδυ επιβλήθηκαν με 112-77 και εντέλει «καθάρισαν» τους Νικς με 4-1, ενώ στη συνέχεια βγήκαν πρωταθλητές Ανατολής επικρατώντας των Μπουλς με 4-3 και κατέκτησαν τον τίτλο με 4-1 κόντρα στους Μπλέιζερς.
Για έναν 27χρονο Ελληνα δημοσιογράφο μα πάνω απ' όλα για έναν (στην κυριολεξία) ρέκτη του μπάσκετ αυτή η βραδιά υπήρξε συναρπαστική και μένει ανεξίτηλα χαραγμένη στη μνήμη και στην καρδιά μου. Θυμάμαι τα πάντα που έζησα τότε: την αγωνία μου για το αν θα μου δώσουν μια διαπίστευση, τον ενθουσιασμό μου όταν την πήρα στα χέρια μου, την ανυπομονησία μου να αρχίσει το ματς, τη χαρά μου όταν εισέβαλα στην μπουτίκ των Πίστονς (και μάλιστα κρατώ ακόμη ως ενθύμια μια τσάντα με το λογότυπο τους και ένα ζευγάρι κάλτσες που είχα αγοράσει), την έκπληξη μου όταν είδα τον μπουφέ που εν συνεχεία κατάλαβα ότι αποτελεί εθιμικό δίκαιο στο ΝΒΑ (το λεγόμενο Media Dining) και την μανία η οποία με κυρίευσε μαθαίνοντας ότι μπορούσα να μπω στα αποδυτήρια και να πάρω συνεντεύξεις από τους σούπερ σταρ των δυο ομάδων.
Wow!
Στο αραχνιασμένο αρχείο μου έχω κρατήσει έναν ολόκληρο φάκελο με τα δημοσιεύματα (στο «Τρίποντο» και στον «Ελεύθερο Τύπο») και τις φωτογραφίες από τα ρεπορτάζ που έκανα. Δεν τα κουβαλάω μαζί μου τώρα (άλλωστε δεν προβλεπόταν να περάσω, πολλώ δε μάλλον να ξαναδιανυκτερεύσω, όπως τότε, στο Ντητρόιτ) ωστόσο θυμάμαι με ακρίβεια τι περιλαμβάνει αυτό το φιλμ: την αφεντομουτσουνάρα μου να ποζάρει σε ένα πανοραμικό πλάνο στο γήπεδο με ένα γιγαντιαίο μπουκάλι Coca Cola και τα ενσταντανέ με τον Αϊζέα Τόμας, με τον Τζοε Ντούμαρς, με τον Μαρκ Αγκουάιρ, με τον «Microwave» Βίνι Τζόνσον, με τον Μπιλ Λαϊμπίρ, ακόμη και με τον δύσκολο και απρόβλεπτο Ντένις Ρόντμαν, το «σκουλήκι» (worm) που γνώριζε την αποθέωση από τους φιλάθλους των Πίστονς όταν γράπωνε τα ριμπάουντ.
Κάποιες φωτογραφίες βγήκαν κουνημένες, αλλά μπρος στα κάλλη τι ΄ναι ο πόνος! Toν περιστασιακό φωτογράφο τον ξανασυνάντησα μετά από έξι χρόνια στην Αθήνα, ως παίκτη του Παναθηναϊκού, στη δεύτερη σεζόν του Μάλκοβιτς και του είπα πάλι ένα μεγάλο «ευχαριστώ» για την προθυμία που έδειξε όταν τον παρακάλεσα να πάρει τη μηχανή και να τραβήξει εκείνες τις φωτογραφίες...
Τον Τζον Σάλεϊ εννοώ, που σαν μην έφτανε ότι ήταν φευγάτος από... ιδεολογία, έπεσε κιόλας πάνω στον Μάλκοβιτς και χαιρέτησε νωρίς!
Πρόλαβα επίσης να περάσω και μια βόλτα από τα αποδυτήρια των Νικς όπου είδα περίλυπους τον Πατ Γιούιν, τον (αδερφό του Ντομινίκ), Τζέραλντ Γουίλκινς, τον Τζόνι Νιούμαν, τον Μαρκ Τζάκσον, τον Τσαρλς Οκλεϊ, τον (αγαπημένο μου από την εποχή των Σίξερς) Μορίς Τσικς, τον Κένι «Sky» Γουόκερ και για να είμαι ειλικρινής φοβήθηκα να τους πλησιάσω μήπως και με αποπάρουν!
Περασμένα μεσάνυχτα και με βαριά καρδιά έφυγα από το γήπεδο και με τη βοήθεια του Υπεύθυνου του Γραφείου Τύπου των Πίστονς βρήκα ένα κοντινό μοτέλ για να κοιμηθώ μερικές ώρες και να σηκωθώ πρωί πρωί για να επιστρέψω στο Μπόρντεν κι από εκεί (πάμπλουτος από εικόνες, εμπειρίες και συναισθήματα) στην Αθήνα. Τότε δεν ήξερα, ούτε μπορούσα να φανταστώ εάν ο θεός και η επαγγελματική μοίρα θα με αξίωναν να ξαναταξιδέψω στην Αμερική. Σήμερα που έχουν περάσει πια 24 χρόνια από εκείνη τη βραδιά στην οποία ένιωσα σαν τον... Χριστόφορο Κολόμβο, όταν ανακάλυπτε την Αμερική, μακαρίζω την τύχη μου διότι έχω ξανακάνει αυτό το ταξίδι άλλες είκοσι δυο φορές και πάντοτε νιώθω την ίδια έκσταση...
Ακόμη και αυτή η στιγμή (μιάμιση μετά τα μεσάνυχτα εδώ, οκτώμισι το πρωϊ της Παρασκευής στην Ελλάδα) που όντας άγρυπνος και όμηρος στο Ντητρόιτ, παίζω τον ρόλο του Τομ Χανκς στο δικό μας «Τerminal»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου