Οφείλω
να διευκρινίσω από την αρχή και προτού περάσω στο... παρασύνθημα ότι
ασφαλώς και είναι μέγα, μέγιστο θέμα το νέο «θερμό επεισόδιο» του (τόσο
πολύ συνεχιζόμενου ώστε να παίρνει την ετικέτα του) αιωνίου πολέμου
ανάμεσα στα αφεντικά των δυο ομάδων. Δεν το προσπερνώ, απλώς νιώθω (και
φαντάζομαι πως δεν είμαι ο μόνος που βρίσκεται σε αυτή θέση) ότι αυτές
οι καθημερινές εχθροπραξίες ξεπερνούν και τη λογική, αλλά και το ίδιο το
μπάσκετ...
Το μόνο που τολμώ να πράξω-αν και το βλέπω «χλωμό» να συμβαίνει-είναι
να εκλιπαρήσω τους τρεις μαικήνες του ελληνικού μπάσκετ να προβούν σε
κατάπαυση πυρός, έστω για τα μάτια του κόσμου, που δεν φταίει σε τίποτε
και συν τοις άλλοις δεν έχει καμιά όρεξη να παρακολουθεί αυτό το
κακόγουστο σίριαλ με τις απανωτές ανακοινώσεις και τη μισαλλοδοξία η
οποία ξεπερνάει κατά πολύ τις τέσσερις γραμμές του γηπέδου και καταντάει
ένα πρωτοφανές στα χρονικά, προσωπικό και οικογενειακό ξεκατίνιασμα. Ας
συνειδητοποιήσουν ο Γιώργος Αγγελόπουλος, ο Παναγιώτης Αγγελόπουλος και
ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος ότι (όπως έλεγε και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος)
παίζουν εν ου παικτοίς με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Μέσα, λοιπόν, στα απόνερα αυτού του πολέμου, έρχεται στην Αθήνα ο Γιάνις-Γιάνις Μπλουμς! Βεβαίως έρχεται με αεροπλάνο, αν και λόγω του timing θα μπορούσε να να καταφτάσει με μια... πιρόγα, αλλά σε κάθε περίπτωση, είναι καλοδεχούμενος, όπως κάθε νεόκοπος παίκτης που (είτε νεαρός, είτε σιτεμένος) ξέρει ότι θα σκληραγωγηθεί και θα ατσαλωθεί στο ελληνικό πρωτάθλημα. Εάν είναι νεαρός θα το αναφέρει με έντονα γράμματα στο βιογραφικό σημείωμα του, εάν βαίνει προς τη δύση της καριέρας του (όπως ο 32χρονος γκαρντ) θα 'χει να το παινεύεται πως το έζησε κι αυτό!
Παρεμπιπτόντως είχα αρχίσει από χθες το απόγευμα να ετοιμάζω ένα κείμενο για τον έτερο... Καππαδόκη, αλλά τον πρόλαβε ο Μπλουμς στη γωνία: τον Λετονό Κρίσταπς Βάλτερς, εννοώ, ο οποίος ενώ είχε σπεύσει να ανακοινώσει ο ίδιος και μάλιστα πομπωδώς την επικείμενη συμφωνία του με τον Παναθηναϊκό, αίφνης έμεινε με το... στυλό στο χέρι!
Ευτυχώς για την υστεροφημία του, ο Βάλτερς είχε προλάβει να θητεύσει στο ελληνικό πρωτάθλημα (σε εννέα αγώνες ως παίκτης του Πανιωνίου τη σεζόν 2003-04), ενώ ο κατά έναν χρόνο νεότερος συμπατριώτης του είναι μεν πρωτάρης στα καθ' ημάς, αλλά διαθέτει πλούσιες και ένδοξες ελληνικές προσλαμβάνουσες!
Για να κλείσω την υπόθεση του Βάλτερς, εάν ερχόταν, θα επιδίωκα να έρθω σε επαφή με τον... πατέρα του, τον επιφανή (Λετονό, αλλά τότε Σοβιετικό) πόιντ γκαρντ Βάλντις Βάλτερς που έκλεψε την παράσταση ως διάδοχος του Σεργκέι Μπέλοφ στο Ευρωμπάσκετ του 1981 και έκλεψε κι εμένα μετά από πέντε χρόνια!
Το εννοώ αυτό, διότι ο «Επαναστάτης με ιδανικά», όπως τιτλοφόρησε ο ίδιος ο «δαντελένιος» (σύμφωνα με το παλιό κλισέ) γκαρντ την αυτοβιογραφία του έγινε η αιτία να χάσω το στοίχημα που είχα βάλει με τον συχωρεμένο τον Φίλιππο Συρίγο, στον περίφημο ημιτελικό του Μουντομπάσκετ του 1986 στη Μαδρίτη: τότε που οι αγαπημένοι μου αλλά προκλητικοί στη συμπεριφορά τους εκείνη την ώρα, Γιουγκοσλάβοι (πάνω στους οποίους είχα ποντάρει μερικές δεκάδες... πεσέτες) προηγήθηκαν με 85-76, πενήντα δευτερόλεπτα πριν από τη λήξη, αλλά μετά το μπρος πίσω του Ντίβατς, οι Σοβιετικοί εξαπέλυσαν ένα κρεσέντο από τα 6μ.25 και με τρία απανωτά τρίποντα (του Σαμπόνις, του Τιχονένκο και του Βάλτερς στην εκπνοή) ισοφάρισαν σε 85-85 και έσωσαν την παρτίδα την οποία κέρδισαν στην παράταση με 91-90!
Στα 28 χρόνια που πέρασαν από τότε δεν έχω χωνέψει αυτή τη νίλα, αλλά εξακολουθώ να πιστεύω ότι περισσότερο από τον Ντίβατς και τον Βάλτερς, την ευθύνη φέρουν ο Ρίτσαρντσον και ο Μορίγιο που δεν είδαν ότι στο τρίτο και τελευταίο τρίποντο ο μυστακοφόρος γκαρντ που ώρες ώρες έδινε την εντύπωση ότι περπατούσε πάνω από την επιφάνεια του παρκέ, πάταγε γραμμή!
Μπορεί να μην την εξετσιλάκωσε που λέει και ο Ψαραντώνης, αλλά την πάταγε τη ρουφιάνα!
Κλείνω εδώ την παρένθεση του Βάλτερς και επιστρέφω στον Γιάνις Γιάνις Μπλουμς: το γιατί γράφω δυο φορές στη σειρά το μικρό όνομα του, θα το αποκαλύψω λίγο πιο κάτω κι αυτός είναι ένας (όχι και τόσο μυστηριώδης) λόγος για τον οποίο θα τον λατρέψουν οι φίλαθλοι του Παναθηναϊκού...
Γελώ τώρα που γράφω το όνομα του, διότι θυμάμαι πως όταν ήμουν πιτσιρικάς και παρακολουθούσα από την τηλεόραση τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου, άκουγα τον Διακογιάννη και τον Φουντουκίδη να εκθειάζουν τον Γιάννις Λούσις και μέσα στην άγνοια και στην αφέλεια μου, νόμιζα ότι επρόκειτο για αθλητή ελληνικής καταγωγής και φούσκωνα από υπερηφάνεια! Δεν ήταν βεβαίως Έλληνας και δεν είχε καμιά σχέση με την πάρτη μας, ο περίφημος Λετονός ακοντιστής που έχει στο παλμαρέ του τρία Ολυμπιακά μετάλλια (χάλκινο το 1964, χρυσό το1968, ασημένιο το 1972, με επίδοση 90μ.46, έναντι 90μ.48 του Γερμανού Κλάους Βόλφερμαν) και τέσσερις τίτλους πρωταθλητή Ευρώπης, έναν εκ των οποίων κατέκτησε το 1969 στο τότε Στάδιο Καραϊσκάκη. Ε, μια, δυο, τρεις, κάποια στιγμή είδα την κάρτα με το όνομα και την εθνικότητα του και κατάλαβα ότι είχα πέσει σε λούμπα!
Σαράντα και βάλε χρόνια αργότερα, ένας Γιάνις, που επίσης είναι Λετονός και όχι Έλληνας, έρχεται στα μέρη μας, για να ενισχύσει τον Παναθηναϊκό, αλλά και να αναγκάσει την εξέδρα στο ΟΑΚΑ να μοιάζει με χορωδία, όπως συνέβαινε επί τέσσερα συναπτά έτη στο Μπιλμπάο!
Τόσο πολύ αγάπησαν οι Βάσκοι τον αρχηγό της Εθνικής Λετονίας, ώστε πήραν ένα πασίγνωστο ντίσκο τραγούδι, το «Daddy, daddy cool» των Βoney M. και το προσάρμοσαν στον λεγάμενο...
Με το που έμπαινε στη Bizkaia Arena και μετέπειτα στη Bilbao Arena ο νυν παίκτης του Παναθηναϊκού, ο κόσμος σηκωνόταν όρθιος και τον αποθέωνε, στον ρυθμό του «Daddy, daddy cool»...
Janis-Janis-Blums, Janis-Janis-Blums και δεν συμμαζεύεται!
Το τραγούδι των Βoney M. διακρίνεται για τον ρυθμό του, αλλά όχι και για την ποικιλία ή το βαθύτερο νόημα των στίχων του. Στον αντίποδα ο Μπλουμς διακρίνεται για την εργατικότητα, τον φανατισμό, την αφοσίωση και την προσήλωση του στην ομάδα και στο μπάσκετ, μάλιστα κατά την αλησμόνητη (για την Μπιλμπάο) σεζόν 2010-11, που άρχισε στα μέσα Αυγούστου και ολοκληρώθηκε μετά από δέκα μήνες δεν έχασε όχι έναν αγώνα, αλλά ούτε καν μια προπόνηση!
Ο Μπλουμς μετακόμισε στο Μπιλμπάο από τη Νάπολι και στην τετράχρονη θητεία του (2008-12) βοήθησε τους «Los Hombres de negro» να φτάσουν στους τελικούς της λίγκας ACB τη σεζόν 2010-11 και στα πλέι οφς της Ευρωλίγκας την επόμενη περίοδο. Από το 2010 έως το 2012 βρέθηκε στη... δούλεψη του Φώτη Κατσικάρη και παράλληλα διετέλεσε συμπαίκτης του Κώστα Βασιλειάδη και του Δημήτρη Μαυροειδή, αλλά δεν πρόλαβε να αγωνιστεί μαζί με τον Νίκο Ζήση (2012-13) και να συμμετάσχει στον τελικό του Eurocup.
Γιατί τον λάτρεψε ο κόσμος στο Μπιλμπάο, όπου παρεμπιπτόντως τον γνώρισε και ο Ντούσκο Ιβάνοβιτς ως αντίπαλος; Διότι απλούστατα δέθηκε από την πρώτη στιγμή με την ομάδα και με το κοινό το οποίο μάλιστα μετά από κάθε καλάθι χαιρετούσε στρατιωτικά (!) και είναι ο παίκτης που γουστάρουν οι φίλαθλοι: κοινώς ο παίκτης που θυσιάζει το εγώ του στον βωμό της ομάδας, ορμάει σε κάθε φάση σαν να 'ναι η τελευταία της ζωής του και μπορεί να συνεχίσει να παίζει ακόμη και με ανοιγμένο και ματωμένο κούτελο, χωρίς να εγκαταλείπει τη μάχη.
Ακούγονται ολίγον τι ηρωικά όλα αυτά, αλλά αποτελούν μια πραγματικότητα, την εγκυρότητα της οποίας μπορούν να μαρτυρήσουν και οι τρεις Έλληνες που έζησαν μαζί του στην Μπιλμπάο. Όταν, μεσούντων των τελικών με την Μπαρτσελόνα, ο Κατσικάρης του ανακοίνωσε ότι θα συνεχίσουν μαζί και την επόμενη χρονιά, ο Γιάνις εκστασιάστηκε. «Θέλω να είσαι το ίδιο συνεπής» του είπε ο Φώτης και ο Μπλουμς έβαλε τα γέλια και του απάντησε: «Το ίδιο μου είχες πει και πέρυσι και δεν έχασα ούτε προπόνηση»!
Για τον Μπλουμς δεν υπάρχουν ημίμετρα και μεσοβέζικες λύσεις: η όλα ή τίποτε! Παίζει όχι μονάχα σε κάθε αγώνα, αλλά ακόμη και σε κάθε προπόνηση στο 100% των δυνατοτήτων του, που δεν είναι κι ευκαταφρόνητες. Πρόκειται για έναν σκληροτράχηλο και ορκισμένο αμυντικό κυρίως πάνω στην μπάλα που κυνηγάει κάθε φάση και προσπαθεί αν σπάσει όλα τα σκριν των αντιπάλων. Στην επίθεση στηρίζεται στα πολύ δυνατά πόδια και στο άλμα του, στοιχεία που τον καθιστούν αξιόπιστο σουτέρ από μακρινή απόσταση. Επί ημερών Κατσικάρη στην Μπιλμμπάο καθιερώθηκε ως δυάρι, ενώ στις προηγούμενες ομάδες του, αλλά και στην Εθνική Λετονίας αγωνιζόταν και ως πόιντ γκαρντ, με αποτέλεσμα να μοιάζει μπερδεμένος, για τον λόγο ότι ως άσος δεν διακρίνεται για το πολύ καλό διάβασμα των καταστάσεων.
Αυτός είναι grosso modo o Γιάνις Μπλουμς. Η μάλλον ο Janis-Janis-Blums!
ADVERTISEMENT
Μέσα, λοιπόν, στα απόνερα αυτού του πολέμου, έρχεται στην Αθήνα ο Γιάνις-Γιάνις Μπλουμς! Βεβαίως έρχεται με αεροπλάνο, αν και λόγω του timing θα μπορούσε να να καταφτάσει με μια... πιρόγα, αλλά σε κάθε περίπτωση, είναι καλοδεχούμενος, όπως κάθε νεόκοπος παίκτης που (είτε νεαρός, είτε σιτεμένος) ξέρει ότι θα σκληραγωγηθεί και θα ατσαλωθεί στο ελληνικό πρωτάθλημα. Εάν είναι νεαρός θα το αναφέρει με έντονα γράμματα στο βιογραφικό σημείωμα του, εάν βαίνει προς τη δύση της καριέρας του (όπως ο 32χρονος γκαρντ) θα 'χει να το παινεύεται πως το έζησε κι αυτό!
Παρεμπιπτόντως είχα αρχίσει από χθες το απόγευμα να ετοιμάζω ένα κείμενο για τον έτερο... Καππαδόκη, αλλά τον πρόλαβε ο Μπλουμς στη γωνία: τον Λετονό Κρίσταπς Βάλτερς, εννοώ, ο οποίος ενώ είχε σπεύσει να ανακοινώσει ο ίδιος και μάλιστα πομπωδώς την επικείμενη συμφωνία του με τον Παναθηναϊκό, αίφνης έμεινε με το... στυλό στο χέρι!
Ευτυχώς για την υστεροφημία του, ο Βάλτερς είχε προλάβει να θητεύσει στο ελληνικό πρωτάθλημα (σε εννέα αγώνες ως παίκτης του Πανιωνίου τη σεζόν 2003-04), ενώ ο κατά έναν χρόνο νεότερος συμπατριώτης του είναι μεν πρωτάρης στα καθ' ημάς, αλλά διαθέτει πλούσιες και ένδοξες ελληνικές προσλαμβάνουσες!
Για να κλείσω την υπόθεση του Βάλτερς, εάν ερχόταν, θα επιδίωκα να έρθω σε επαφή με τον... πατέρα του, τον επιφανή (Λετονό, αλλά τότε Σοβιετικό) πόιντ γκαρντ Βάλντις Βάλτερς που έκλεψε την παράσταση ως διάδοχος του Σεργκέι Μπέλοφ στο Ευρωμπάσκετ του 1981 και έκλεψε κι εμένα μετά από πέντε χρόνια!
Το εννοώ αυτό, διότι ο «Επαναστάτης με ιδανικά», όπως τιτλοφόρησε ο ίδιος ο «δαντελένιος» (σύμφωνα με το παλιό κλισέ) γκαρντ την αυτοβιογραφία του έγινε η αιτία να χάσω το στοίχημα που είχα βάλει με τον συχωρεμένο τον Φίλιππο Συρίγο, στον περίφημο ημιτελικό του Μουντομπάσκετ του 1986 στη Μαδρίτη: τότε που οι αγαπημένοι μου αλλά προκλητικοί στη συμπεριφορά τους εκείνη την ώρα, Γιουγκοσλάβοι (πάνω στους οποίους είχα ποντάρει μερικές δεκάδες... πεσέτες) προηγήθηκαν με 85-76, πενήντα δευτερόλεπτα πριν από τη λήξη, αλλά μετά το μπρος πίσω του Ντίβατς, οι Σοβιετικοί εξαπέλυσαν ένα κρεσέντο από τα 6μ.25 και με τρία απανωτά τρίποντα (του Σαμπόνις, του Τιχονένκο και του Βάλτερς στην εκπνοή) ισοφάρισαν σε 85-85 και έσωσαν την παρτίδα την οποία κέρδισαν στην παράταση με 91-90!
Στα 28 χρόνια που πέρασαν από τότε δεν έχω χωνέψει αυτή τη νίλα, αλλά εξακολουθώ να πιστεύω ότι περισσότερο από τον Ντίβατς και τον Βάλτερς, την ευθύνη φέρουν ο Ρίτσαρντσον και ο Μορίγιο που δεν είδαν ότι στο τρίτο και τελευταίο τρίποντο ο μυστακοφόρος γκαρντ που ώρες ώρες έδινε την εντύπωση ότι περπατούσε πάνω από την επιφάνεια του παρκέ, πάταγε γραμμή!
Μπορεί να μην την εξετσιλάκωσε που λέει και ο Ψαραντώνης, αλλά την πάταγε τη ρουφιάνα!
Κλείνω εδώ την παρένθεση του Βάλτερς και επιστρέφω στον Γιάνις Γιάνις Μπλουμς: το γιατί γράφω δυο φορές στη σειρά το μικρό όνομα του, θα το αποκαλύψω λίγο πιο κάτω κι αυτός είναι ένας (όχι και τόσο μυστηριώδης) λόγος για τον οποίο θα τον λατρέψουν οι φίλαθλοι του Παναθηναϊκού...
Γελώ τώρα που γράφω το όνομα του, διότι θυμάμαι πως όταν ήμουν πιτσιρικάς και παρακολουθούσα από την τηλεόραση τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου, άκουγα τον Διακογιάννη και τον Φουντουκίδη να εκθειάζουν τον Γιάννις Λούσις και μέσα στην άγνοια και στην αφέλεια μου, νόμιζα ότι επρόκειτο για αθλητή ελληνικής καταγωγής και φούσκωνα από υπερηφάνεια! Δεν ήταν βεβαίως Έλληνας και δεν είχε καμιά σχέση με την πάρτη μας, ο περίφημος Λετονός ακοντιστής που έχει στο παλμαρέ του τρία Ολυμπιακά μετάλλια (χάλκινο το 1964, χρυσό το1968, ασημένιο το 1972, με επίδοση 90μ.46, έναντι 90μ.48 του Γερμανού Κλάους Βόλφερμαν) και τέσσερις τίτλους πρωταθλητή Ευρώπης, έναν εκ των οποίων κατέκτησε το 1969 στο τότε Στάδιο Καραϊσκάκη. Ε, μια, δυο, τρεις, κάποια στιγμή είδα την κάρτα με το όνομα και την εθνικότητα του και κατάλαβα ότι είχα πέσει σε λούμπα!
Σαράντα και βάλε χρόνια αργότερα, ένας Γιάνις, που επίσης είναι Λετονός και όχι Έλληνας, έρχεται στα μέρη μας, για να ενισχύσει τον Παναθηναϊκό, αλλά και να αναγκάσει την εξέδρα στο ΟΑΚΑ να μοιάζει με χορωδία, όπως συνέβαινε επί τέσσερα συναπτά έτη στο Μπιλμπάο!
Τόσο πολύ αγάπησαν οι Βάσκοι τον αρχηγό της Εθνικής Λετονίας, ώστε πήραν ένα πασίγνωστο ντίσκο τραγούδι, το «Daddy, daddy cool» των Βoney M. και το προσάρμοσαν στον λεγάμενο...
Με το που έμπαινε στη Bizkaia Arena και μετέπειτα στη Bilbao Arena ο νυν παίκτης του Παναθηναϊκού, ο κόσμος σηκωνόταν όρθιος και τον αποθέωνε, στον ρυθμό του «Daddy, daddy cool»...
Janis-Janis-Blums, Janis-Janis-Blums και δεν συμμαζεύεται!
Το τραγούδι των Βoney M. διακρίνεται για τον ρυθμό του, αλλά όχι και για την ποικιλία ή το βαθύτερο νόημα των στίχων του. Στον αντίποδα ο Μπλουμς διακρίνεται για την εργατικότητα, τον φανατισμό, την αφοσίωση και την προσήλωση του στην ομάδα και στο μπάσκετ, μάλιστα κατά την αλησμόνητη (για την Μπιλμπάο) σεζόν 2010-11, που άρχισε στα μέσα Αυγούστου και ολοκληρώθηκε μετά από δέκα μήνες δεν έχασε όχι έναν αγώνα, αλλά ούτε καν μια προπόνηση!
Ο Μπλουμς μετακόμισε στο Μπιλμπάο από τη Νάπολι και στην τετράχρονη θητεία του (2008-12) βοήθησε τους «Los Hombres de negro» να φτάσουν στους τελικούς της λίγκας ACB τη σεζόν 2010-11 και στα πλέι οφς της Ευρωλίγκας την επόμενη περίοδο. Από το 2010 έως το 2012 βρέθηκε στη... δούλεψη του Φώτη Κατσικάρη και παράλληλα διετέλεσε συμπαίκτης του Κώστα Βασιλειάδη και του Δημήτρη Μαυροειδή, αλλά δεν πρόλαβε να αγωνιστεί μαζί με τον Νίκο Ζήση (2012-13) και να συμμετάσχει στον τελικό του Eurocup.
Γιατί τον λάτρεψε ο κόσμος στο Μπιλμπάο, όπου παρεμπιπτόντως τον γνώρισε και ο Ντούσκο Ιβάνοβιτς ως αντίπαλος; Διότι απλούστατα δέθηκε από την πρώτη στιγμή με την ομάδα και με το κοινό το οποίο μάλιστα μετά από κάθε καλάθι χαιρετούσε στρατιωτικά (!) και είναι ο παίκτης που γουστάρουν οι φίλαθλοι: κοινώς ο παίκτης που θυσιάζει το εγώ του στον βωμό της ομάδας, ορμάει σε κάθε φάση σαν να 'ναι η τελευταία της ζωής του και μπορεί να συνεχίσει να παίζει ακόμη και με ανοιγμένο και ματωμένο κούτελο, χωρίς να εγκαταλείπει τη μάχη.
Ακούγονται ολίγον τι ηρωικά όλα αυτά, αλλά αποτελούν μια πραγματικότητα, την εγκυρότητα της οποίας μπορούν να μαρτυρήσουν και οι τρεις Έλληνες που έζησαν μαζί του στην Μπιλμπάο. Όταν, μεσούντων των τελικών με την Μπαρτσελόνα, ο Κατσικάρης του ανακοίνωσε ότι θα συνεχίσουν μαζί και την επόμενη χρονιά, ο Γιάνις εκστασιάστηκε. «Θέλω να είσαι το ίδιο συνεπής» του είπε ο Φώτης και ο Μπλουμς έβαλε τα γέλια και του απάντησε: «Το ίδιο μου είχες πει και πέρυσι και δεν έχασα ούτε προπόνηση»!
Για τον Μπλουμς δεν υπάρχουν ημίμετρα και μεσοβέζικες λύσεις: η όλα ή τίποτε! Παίζει όχι μονάχα σε κάθε αγώνα, αλλά ακόμη και σε κάθε προπόνηση στο 100% των δυνατοτήτων του, που δεν είναι κι ευκαταφρόνητες. Πρόκειται για έναν σκληροτράχηλο και ορκισμένο αμυντικό κυρίως πάνω στην μπάλα που κυνηγάει κάθε φάση και προσπαθεί αν σπάσει όλα τα σκριν των αντιπάλων. Στην επίθεση στηρίζεται στα πολύ δυνατά πόδια και στο άλμα του, στοιχεία που τον καθιστούν αξιόπιστο σουτέρ από μακρινή απόσταση. Επί ημερών Κατσικάρη στην Μπιλμμπάο καθιερώθηκε ως δυάρι, ενώ στις προηγούμενες ομάδες του, αλλά και στην Εθνική Λετονίας αγωνιζόταν και ως πόιντ γκαρντ, με αποτέλεσμα να μοιάζει μπερδεμένος, για τον λόγο ότι ως άσος δεν διακρίνεται για το πολύ καλό διάβασμα των καταστάσεων.
Αυτός είναι grosso modo o Γιάνις Μπλουμς. Η μάλλον ο Janis-Janis-Blums!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου