Κυριακή 13 Απριλίου 2014

Είκοσι «έμπαλες» ομάδες!

Ο Αλέξης Σπυρόπουλος γράφει στο gazzetta.gr για το τι κάνει την Πριμέρα να είναι η πρωταθλήτρια λίγκα της ευρωπαϊκής σεζόν.
Το ποδόσφαιρο είναι για να το απολαμβάνει κανείς σε όλες τις (διαφορετικές) εκδοχές του. Να απολαμβάνεις την ίδια την, εδώ κι εκεί, διαφορετικότητα. Την ποικιλία. Δίχως καμία προκατάληψη. Μπορώ να περάσω ένα δίωρο εξίσου καλά βλέποντας ισπανικό, βλέποντας αγγλικό, βλέποντας ιταλικό, βλέποντας γερμανικό. Κατ’ ουσίαν δεν υπάρχει ισπανικό ποδόσφαιρο, αγγλικό ποδόσφαιρο, ιταλικό ποδόσφαιρο, γερμανικό ποδόσφαιρο. Υπάρχει, μόνο, καλό ποδόσφαιρο και κακό ποδόσφαιρο.
 Αλλ’ αν με υποχρέωνες να κρατήσω μονάχα ένα απ’ τα τέσσερα, η επιλογή θα ήταν το ποδόσφαιρο της Πριμέρα. Μπορεί να ζηλέψει πολλά, και έχει να ζηλέψει πολλά, απ’ τα άλλα τρία. Τα άλλα τρία όμως, την ίδια στιγμή, αξίζει να ζηλεύουν το πόσο ποδόσφαιρο, γνήσιο ποδόσφαιρο, αυθεντικό, χωράει μέσα της η ισπανική λίγκα.
Εχω δει ομάδες που με κούρασαν, ως θεατή, στην Πρέμιερσιπ. Στη Μπουντεσλίγκα. Στη Serie A. Σπανίως κουράζομαι, με ομάδα Πριμέρα.
Αμπαλος, είναι ένας βαρβαρισμός που, ωστόσο, καταχωρείται πλέον στο λεξικό του ποδοσφαίρου. Θα υπάρχει, τότε, και το αντίθετό του. Εμπαλος, ίσως; Η Πριμέρα έχει είκοσι, απ’ την πρώτη ως την τελευταία, έμπαλες ομάδες. Κυριολεκτώ. Περιέχουν ποδόσφαιρο. Είδα την εικοστή, την ημιθανή Μπέτις, τις προάλλες στο Καμπ Νου. Επαιξε. Ένα χειμωνιάτικο βράδι Πέμπτης θυμάμαι, βράδι κυπέλλου, είχα δει τη μετρίως μέτρια Θέλτα στο Σαν Μαμές. Επαιξε. Τη Λεβάντε, στο Καλδερόν. Επαιξε.
Παίζουν, εννοείται, όσο τα φαβορί τους δίνουν το δικαίωμα να παίξουν. Πάντοτε, ή σχεδόν, το φαβορί θα σου δώσει το δικαίωμα να παίξεις. Δεν γίνεται, κατά κανόνα, ο ισχυρός του ζευγαριού να πηγαίνει 90 λεπτά με το γκάζι σανιδωμένο. Ηξεραν, ακριβώς όταν βρήκαν αυτά τα δικαιώματα, για 20 λεπτά, για 30 λεπτά, για όσο, τι να κάνουν με τη μπάλα. Πώς να την κυκλοφορήσουν, να κινηθούν στους χώρους, ν’ αναπτυχθούν, να φτάσουν στην κατάσταση-γκολ. Εάν γίνει, κατ’ εξαίρεσιν, ο ισχυρός να βγάλει τρελό κέφι σε τρελή διάρκεια, τότε ναι, το ταμπλό θα γράψει πολλά. Και πάλι, το ευρύ σκορ δεν αφαιρεί απ’ την αξία εκείνου που το υπέστη. Επιβεβαιώνει την υπεροχή εκείνου που το κάνει.
Λίγο ως πολύ, οι Ισπανοί προπονητές τα ίδια ξέρουν. Ολοι από μια κοινή φύτρα βγήκαν, τα ίδια διδάχθηκαν, τα ίδια διδάσκουν. Ο Βαλβέρδε, ο Εμερι, ο Μαρθελίνο, ο Καπαρός, ο Χουάν Ιγνάθιο Μαρτίνεθ, ο Πάκο Χέμεθ, ο Λούις Ενρίκε, ο Χάβι Γράθια δεν έχουν, μεταξύ τους, αληθινές διαφορές. Η αληθινή διαφορά είναι το μέγεθος του κλαμπ, το μπάτζετ, η ικανότητα του αθλητικού διευθυντή, η διαθέσιμη ποιότητα. Στα βασικά, η αφετηρία είναι κοινή. Όπως και των ποδοσφαιριστών. Από μικροί, πάνω-κάτω την ίδια κατάρτιση παίρνουν.
Σε μια χώρα που, διαρκώς, ψάχνεται. Δεν σταματά ποτέ, να ψάχνεται. Μαθαίνω πως και στα άλλα σπορ, δεν το γνωρίζω αλλ’ είμαι σίγουρος πως έτσι θα ‘ναι, το ίδιο πράγμα συμβαίνει. Ψάχνονται. Στο ισπανικό ποδόσφαιρο το καινούργιο trend, το νούμερο-ένα, ποιο είναι το πρώτο στοιχείο που ψάχνουν στο παιδί ερευνώντας για το ξεχωριστό, δεν είναι η δύναμη, δεν είναι η ταχύτητα, δεν είναι το παράστημα, δεν είναι η τεχνική καν. Είναι, πόσες στροφές παίρνει το μυαλό. Η αντίληψη. Η γρήγορη αντίληψη.
Ο Μίλινκο Πάντιτς αφιέρωσε όλη τη μεταπαικτική ζωή του, στο ποδόσφαιρο υποδομών της Ατλέτικο. Τον είχα συναντήσει σ’ ένα ματς Τσάμπιονς Λιγκ εκεί, προ ετών με τον ΑΠΟΕΛ. Είχε, τότε, τα μικρά. Εφτασε αργότερα, προπονητής, ως την Atletico B. Προ καιρού, έμαθα ότι (ύστερα από πολλά χρόνια) έφυγε απ’ τη Μαδρίτη και πλέον βγάζει χρήμα σ’ ένα κλαμπ στο Μπακού, πράγμα που δεν εκπλήσσει εάν δει κανείς τι διαφημίζει η Ατλέτικο, «Αζερμπαϊτζάν, η Γη της Φωτιάς», στη φανέλλα.
Ολο αυτό το (μακρύ) διάστημα, κάμποσοι Ελληνες της δουλειάς γνωρίζω ότι τον εκμεταλλεύτηκαν και πήγαν να τον δουν. Τι κάνουν εκεί, πώς το κάνουν. Όπως το εξήγησε σ’ ένα απ’ τους τελευταίους επισκέπτες, το σκεπτικό ήταν το απολύτως πρακτικό. Εχουμε, σου λέει, εκατοντάδες παιδιά. Κι έχουμε εκατοντάδες πράγματα, να τα βάλουμε μες στο κεφάλι ενός εκάστου. Εάν αργούμε, και χρειαζόμαστε με ένα παιδί εκατό επαναλήψεις για ένα πράγμα, χαθήκαμε. Θέλουμε, κατέληξε, μυαλά να τα πιάνουν με τη μία. Το είπε, προσωπικότητα.
Οι αργοί στο μυαλό δεν θα πεταχτούν στον Καιάδα. Για όλους «έχει ο θεός». Κάτι θα βρουν. Ισως, τώρα, κάτι κοντά στον Μίλινκο, στην Κασπία. Αλλά δεν θα βρουν κάτι, στο top επίπεδο. Είναι, μάλλον, ο μοναδικός «ρατσισμός» του υψηλού ποδοσφαίρου. Ο χαζός, τι να κάνουμε, δεν μπορεί να παίξει. Δεν μπορείς να περιμένεις ότι θα παίξει. Ας κολλάει τη μπάλα στο πόδι, κομπολόι. Ευφυία, λοιπόν. Ένα κατάλοιπο του Ευαγγελίου Κρόιφ, μάλλον. Βάσει του οποίου ακόμη η Ισπανία, ενσυνείδητα ή όχι, πορεύεται. «Το ποδόσφαιρο είναι παιγνίδι που παίζεται με τον εγκέφαλο». Πορεύεται, η Ισπανία, και παράγει ακατάσχετα. Τόσο που η παραγωγή να μη χωράει, όλη, στη λίγκα. Να μη έχει τα οικονομικά μέσα, η λίγκα, για να τη συγκρατήσει. Οπότε, ακατάσχετα επίσης, εξάγουν.
Στο ισπανικό top επίπεδο υπάρχουν οι τρεις, μάλλον οι δύο…που έγιναν τρεις με τη σφήνα-Ατλέτικο ανάμεσα στους δύο φαραωνικών διαστάσεων, σε Βαρκελώνη και Μαδρίτη, οργανισμούς. Υπάρχουν και οι κοινοί θνητοί. Οι τρεις παίζουν στο ποδόσφαιρο των θεών, στο Τσάμπιονς Λιγκ. Οι υπόλοιποι διαπρέπουν στο ποδόσφαιρο των γήινων, στο Γιουρόπα Λιγκ. Βαλένθια και Σεβίλλη, την Πέμπτη, ήταν ένας ύμνος. Αποκυήματα της ίδιας ιδέας για το ποδόσφαιρο. Ενταση, ταχύτητα, πρωτίστως εξυπνάδα. Οι μεταξύ τους ημιτελικοί θα είναι, επίσης, ύμνος.
Οσο ύμνος ήταν (για το πόσο ποδόσφαιρο μπόρεσαν και χώρεσαν μέσα τους) τα δύο Μπαρτσελόνα-Ατλέτικο, το τελευταίο ημίωρο της Μπαρτσελόνα στο Καμπ Νου, το πρώτο εικοσάλεπτο της Ατλέτικο στη ρεβάνς. Αλλά μήπως δεν ήταν ύμνος, ένας άλλος ύμνος, και τα δύο Σεβίλλη-Μπέτις πριν μερικές εβδομάδες στο Γιουρόπα Λιγκ; Ένα ζευγάρι, αυτό, Σεβίλλη-Μπέτις, που είχα την τύχη να το ζήσω για να το καταλάβω, να το ζήσω από μέσα, στη ρεαλιστική διάστασή του, μια φορά πριν δεκαπέντε χρόνια στο Πιθχουάν, ταξιδεύοντας για μια συνέντευξη στην «Ελευθεροτυπία» με τον Βασίλη Τσιάρτα.
Δεν ξέρω, πού θα καταλήξουν τα δύο ευρωπαϊκά τρόπαια εφέτος. Εχω, μονάχα, μία εκτίμηση. Οτι, μεταξύ των γκραν φαβορί, αυτή που έμπλεξε πιο άσχημα από κάθε άλλη είναι η Γιουβέντους. Η Μπενφίκα, από ποδόσφαιρο, είναι μια «ισπανική» ομάδα που συμβαίνει να παίζει στο πορτογαλικό πρωτάθλημα. Καμία έκπληξη, εάν γίνει τελικός στο γήπεδο της Γιουβέντους…δίχως τη Γιουβέντους. ‘Η, εάν γίνει τελικός στο γήπεδό της και δεν είναι αυτή, εναντίον Ισπανών που παίζουν στο ισπανικό πρωτάθλημα, η νικήτρια. Τελικός εντός έδρας, ναι, μπορεί να είναι κίνητρο. Αλλ’ όποιος διαβάζει την ιστορία, ξέρει πως δεν είναι πλεονέκτημα.
Οπου, όμως, και να καταλήξουν τα τρόπαια της ευρωπαϊκής σεζόν, ένα δεν αλλάζει. Η νικήτρια λίγκα της ευρωπαϊκής σεζόν. Αυτή που έχει τις τέσσερις απ’ τις οκτώ ομάδες των ημιτελικών. Αυτή που στις άλλες τέσσερις έχει τον Τιάγκο Αλκάνταρα, τον Χάβι Μαρτίνεθ, τον Φερνάντο Τόρες, τον Αθπιλικουέτα, τον Γιορέντε, τον Ροντρίγκο. Οι οποίοι, για να φτάσουν στους «4», άφησαν έξω τον Σίλβα, τον Ντε Χέα, τον Καθόρλα, τον Χεσούς Νάβας, τον Μπόρχα Βαλέρο, τον Καγεχόν, τον Νεγρέδο, τον Χοακίν, τον Σολδάδο, τον Αλμπιόλ, τον Αρτέτα, τον Μάτα, τον Ρέινα, τον Χάβι Γαρθία, τον Μονρεάλ. Ουκ έστιν αριθμός…
Πηγή: gazzetta.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: