Ο Βασίλης Σαμπράκος παρατηρεί την αλλαγή αντίληψης των Αγγλων για
τους προπονητές που προσλαμβάνουν και τη συγκρίνει με την παρωχημένη
ελληνική αντίληψη.
Μελετάω αυτές τις μέρες την εξέλιξη του προβληματισμού που αναπτύσσουν
οι αναλυτές του αγγλικού πρωταθλήματος σχετικά με την ανάγκη του
ποδοσφαίρου να παραδίδεται σε μυαλά με βαθύτερη θεωρητική,
πανεπιστημιακή μόρφωση ώστε να μη μένει στάσιμο και να μην ξεπεραστεί
από τα άλλα πρωταθλήματα. Μια από τις πτυχές αυτού του προβληματισμού
είναι η αποδόμηση του “καλός προπονητής είναι μόνο ένας πρώην
επιτυχημένος ποδοσφαιριστής” δόγματος.
Στη σημερινή Premier League δουλεύουν μόλις 2 πρώην “σταρ ποδοσφαιριστές”: ο Λάουντρουπ και ο Μαντσίνι. Οι υπόλοιποι 16 προπονητές είχαν περίπου αδιάφορη, ή τουλάχιστον όχι αξιομνημόνευτη ποδοσφαιρική καριέρα. Και δύο, ο Αντρέ Βίλας Μπόας και ο Μπρένταν Ρότζερς, δεν ήταν καν ποδοσφαιριστές. Είναι προπονητές του πανεπιστημίου.
Μέχρι πρότινος, μέχρι και μερικά χρόνια πίσω, οι ιδιοκτήτες και οι διευθυντές των κλαμπ πείθονταν με το “όποιος δεν έχει παίξει μπάλα στο υψηλό επίπεδο δεν ξέρει” επιχείρημα που εισέπρατταν ως απάντηση κάθε φορά που ζητούσαν από τον προπονητή του κλαμπ μια σαφή απάντηση σε μια καίρια ερώτηση σχετικά με τις επιλογές, τη διαχείριση των ποδοσφαιριστών, τις μεταγραφές, όλα τα ζητήματα της δικής τους διεύθυνσης.
Χρειάστηκαν αρκετές παταγώδεις αποτυχίες προπονητών που κουβαλούσαν βαρύ ποδοσφαιρικό όνομα, αλλά και αρκετές σημαντικές επιτυχίες προπονητών που δεν προϋπήρξαν σπουδαίοι ποδοσφαιριστές για να αρχίσει να αλλάζει η αντίληψη. Και κάπως έτσι, σιγά σιγά, όσο η ζωή του ποδοσφαίρου δημιουργούσε όλο και περισσότερα τεκμήρια εναντίον της παγιωμένης αντίληψης, φτάσαμε στην εποχή που η αγορά του αγγλικού ποδοσφαίρου ασπάστηκε το “για να γίνεις επιτυχημένος αναβάτης αλόγου δεν χρειάζεται να έχεις προϋπάρξει άλογο”, που είχε πει σε ανύποπτο χρόνο ο Αρίγκο Σάκι, που υπήρξε κακός ποδοσφαιριστής και σπουδαίος προπονητής.
Αυτό τον καιρό η Αγγλία, η πατρίδα του πιο εμπορικού ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος στον πλανήτη, δίνει ευκαιρίες σε προπονητές με κριτήριο την ευρύτητα του πνεύματος, τις διαφορετικές δεξιότητες, τις ικανότητες στο μάνατζμεντ, το εύρος του θεωρητικού υποβάθρου και άλλα τέτοια ασήμαντα. Αυτό τον καιρό η Ελλάδα συνεχίζει να δίνει πάγκο (οι 11 στους 16) σε προπονητές που υπήρξαν από σημαντικοί έως αξιομνημόνευτοι ποδοσφαιριστές. Ελάχιστοι ήταν μέτριοι. Και μόνο ένας είναι δίχως σοβαρή καριέρα, ο Γιάννης Χριστόπουλος του ΠΑΣ Γιάννινα, που έφτυσε αίμα και περίμενε χρόνια μέχρι να του δοθεί μια ευκαιρία.
Το χειρότερο, ή τουλάχιστον πιο ανησυχητικό, για την προοπτική του ποδοσφαίρου σε σχέση με την προπονητική δεν είναι αυτό, δηλαδή το ποδοσφαιρικό brand name των προπονητών της Superleague, αλλά κυρίως ότι ελάχιστοι, σίγουρα μειοψηφία, είναι αυτοί που ανησυχούν, νοιάζονται και εξελίσσονται ως επαγγελματίες. Οι περισσότεροι ζουν στην προηγούμενη εποχή του ποδοσφαίρου, χρησιμοποιούν παρωχημένες μεθόδους και, φυσικά, δεν παρακολουθούν καν, ούτε ως τηλεθεατές, ξένο ποδόσφαιρο. Αν μάλιστα το ψάξουμε, θα διαπιστώσουμε ότι στο σπίτι δεν έχουν καν “πιάτο”.
Στη σημερινή Premier League δουλεύουν μόλις 2 πρώην “σταρ ποδοσφαιριστές”: ο Λάουντρουπ και ο Μαντσίνι. Οι υπόλοιποι 16 προπονητές είχαν περίπου αδιάφορη, ή τουλάχιστον όχι αξιομνημόνευτη ποδοσφαιρική καριέρα. Και δύο, ο Αντρέ Βίλας Μπόας και ο Μπρένταν Ρότζερς, δεν ήταν καν ποδοσφαιριστές. Είναι προπονητές του πανεπιστημίου.
Μέχρι πρότινος, μέχρι και μερικά χρόνια πίσω, οι ιδιοκτήτες και οι διευθυντές των κλαμπ πείθονταν με το “όποιος δεν έχει παίξει μπάλα στο υψηλό επίπεδο δεν ξέρει” επιχείρημα που εισέπρατταν ως απάντηση κάθε φορά που ζητούσαν από τον προπονητή του κλαμπ μια σαφή απάντηση σε μια καίρια ερώτηση σχετικά με τις επιλογές, τη διαχείριση των ποδοσφαιριστών, τις μεταγραφές, όλα τα ζητήματα της δικής τους διεύθυνσης.
Χρειάστηκαν αρκετές παταγώδεις αποτυχίες προπονητών που κουβαλούσαν βαρύ ποδοσφαιρικό όνομα, αλλά και αρκετές σημαντικές επιτυχίες προπονητών που δεν προϋπήρξαν σπουδαίοι ποδοσφαιριστές για να αρχίσει να αλλάζει η αντίληψη. Και κάπως έτσι, σιγά σιγά, όσο η ζωή του ποδοσφαίρου δημιουργούσε όλο και περισσότερα τεκμήρια εναντίον της παγιωμένης αντίληψης, φτάσαμε στην εποχή που η αγορά του αγγλικού ποδοσφαίρου ασπάστηκε το “για να γίνεις επιτυχημένος αναβάτης αλόγου δεν χρειάζεται να έχεις προϋπάρξει άλογο”, που είχε πει σε ανύποπτο χρόνο ο Αρίγκο Σάκι, που υπήρξε κακός ποδοσφαιριστής και σπουδαίος προπονητής.
Αυτό τον καιρό η Αγγλία, η πατρίδα του πιο εμπορικού ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος στον πλανήτη, δίνει ευκαιρίες σε προπονητές με κριτήριο την ευρύτητα του πνεύματος, τις διαφορετικές δεξιότητες, τις ικανότητες στο μάνατζμεντ, το εύρος του θεωρητικού υποβάθρου και άλλα τέτοια ασήμαντα. Αυτό τον καιρό η Ελλάδα συνεχίζει να δίνει πάγκο (οι 11 στους 16) σε προπονητές που υπήρξαν από σημαντικοί έως αξιομνημόνευτοι ποδοσφαιριστές. Ελάχιστοι ήταν μέτριοι. Και μόνο ένας είναι δίχως σοβαρή καριέρα, ο Γιάννης Χριστόπουλος του ΠΑΣ Γιάννινα, που έφτυσε αίμα και περίμενε χρόνια μέχρι να του δοθεί μια ευκαιρία.
Το χειρότερο, ή τουλάχιστον πιο ανησυχητικό, για την προοπτική του ποδοσφαίρου σε σχέση με την προπονητική δεν είναι αυτό, δηλαδή το ποδοσφαιρικό brand name των προπονητών της Superleague, αλλά κυρίως ότι ελάχιστοι, σίγουρα μειοψηφία, είναι αυτοί που ανησυχούν, νοιάζονται και εξελίσσονται ως επαγγελματίες. Οι περισσότεροι ζουν στην προηγούμενη εποχή του ποδοσφαίρου, χρησιμοποιούν παρωχημένες μεθόδους και, φυσικά, δεν παρακολουθούν καν, ούτε ως τηλεθεατές, ξένο ποδόσφαιρο. Αν μάλιστα το ψάξουμε, θα διαπιστώσουμε ότι στο σπίτι δεν έχουν καν “πιάτο”.
πηγή: gazzetta.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου